Καλό μου παιδί

Τ ην πρώτη μέρα χάνω την αίσθηση του χρόνου, την αξιοπρέ- πειά μου και έναν τραπεζίτη. Σε αντάλλαγμα, όμως, δια- θέτω πλέον δύο παιδιά και μία γάτα. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, εκτός από της γάτας, που τη λένε Δεσποινίδα Τίνκι. Έχω επίσης έναν άντρα. Είναι ψηλός, με κοντά, σκούρα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Τον παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου, έτσι όπως κάθομαι στον παμπάλαιο καναπέ, κολλημένη πάνω του. Με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και οι πληγές στην πλάτη μου πάλλονται, θαρρείς και η καθεμία έχει τον δικό της, ατομι- κό σφυγμό. Στο μέτωπό μου έχω ένα κόψιμο που με τσούζει φριχτά. Κάθε τόσο χάνω το φως μου ή βλέπω λευκές λάμψεις. Και προσπαθώ απλώς να συνεχίσω να αναπνέω. Δεν ξέρω αν είναι πράγματι βράδυ ή αν έτσι αποφάσισε εκεί- νος. Τα παράθυρα είναι ερμητικά σφραγισμένα με λαμαρίνες. Εκείνος φτιάχνει τη μέρα και τη νύχτα. Σαν Θεός. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι τα χειρότερα πέρασαν, αλλά υποπτεύο- μαι ότι σύντομα θα πάμε μαζί στο κρεβάτι. Τα παιδιά έχουν ήδη φορέσει τις πιτζάμες τους. Του αγοριού τού πέφτει κάπως μικρή, ενώ του κοριτσιού υπερβολικά μεγάλη · τα μανίκια κρέμονται από τα χέρια της. Τα παιδιά είναι γονατισμένα κατάχαμα λίγο πιο πέρα από τον καναπέ, με τις παλάμες απλωμένες προς την ξυλό- σομπα, για να ρουφήξουν όση ζέστη τής έχει απομείνει. Η φωτιά έχει δώσει τη θέση της σ’ έναν μαύρο σωρό από στάχτες, όπου εδώ κι εκεί λάμπουν πυρωμένα καρβουνάκια. Τον παραλογισμό της όλης κατάστασης συμπληρώνουν οι καθάριες φωνούλες των παιδιών που φλυαρούν χαρωπά. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς λένε. Τα ακούω υπόκωφα, σαν να έχω βαμβάκι στ’ αυτιά, ενώ παράλληλα συλλογίζομαι πώς θα σκοτώσω τον πατέρα τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=