Κάλμαν

Κ Α Λ Μ Α Ν 13 Ο παππούς ήταν κυνηγός και αλιευτής καρχα- ριών. Τώρα πια όχι. Καθόταν συνήθως σε μια ανα- παυτική καρέκλα στο γηροκομείο τουΧούσαβικ και κοιτούσε όλη μέρα απ’ το παράθυρο – κι όμως δεν κοιτούσε, γιατί, όταν τον ρωτούσα αν έβλεπε κάτι συγκεκριμένο, συνήθως δεν έδινε καμιά απάντηση ή μουρμούριζε και με κοιτούσε παράξενα, λες και τον ενοχλούσα. Το πρόσωπό του ήταν πια τον πε- ρισσότερο καιρό θλιμμένο, οι γωνίες του στόματός του γερμένες προς τα κάτω, τα χείλη του σφιγμένα, και δεν φαινόταν καθόλου πως του έλειπαν τέσσε- ρα δόντια, τα πάνω μπροστινά. Δεν μπορούσε πια να δαγκώσει κανέναν. Καμιά φορά με ρωτούσε τι δουλειά είχα εκεί πέρα –αρκετά απότομα το ρωτού- σε– και τότε του εξηγούσαπως ονομάζομαι Κάλμαν, είμαι εγγονός του και έχω έρθει απλώς για επίσκε- ψη, όπως κάθε εβδομάδα. Επομένως, δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Όμως ο παππούς μού έριχνε κάτι βλέμματα όλο δυσπιστία και κοιτούσε πάλι από το παράθυρο, εντελώς κακόκεφος. Δεν με πίστευε. Μετά, δεν έλεγα κάτι άλλο, γιατί ο παππούς κοιτούσε σαν άνθρωπος που του πήραν την πίπα του, και γι’ αυτό ήταν καλύτερα να μη λέω τίποτα. Μια νοσοκόμα με είχε συμβουλεύσει να κάνω υπομονή με τον παππού, να του συμπεριφέρομαι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=