Κάλμαν

Κ Α Λ Μ Α Ν 19 κώνω τα πόδια όταν το έδαφος δεν ήταν επίπεδο, πράγμα που άρχισα να κάνω, σήκωνα τα πόδια, δηλαδή, αλλά πάντα μονάχα για ένα δυο βήματα, μετά το ξεχνούσα πάλι και σκόνταφτα στον επόμε- νο σωρό με χορτάρια και καμιά φορά έπεφτα με τα μούτρα κι έκανα τέτοια φασαρία, επειδή ήμουν τόσο χοντρός, που οι λαγόποδες* έφευγαν φτερου- γίζοντας κατατρομαγμένοι και οι πολικές αλεπού- δες το έβαζαν στα πόδια προτού καν τις πάρουμε χαμπάρι. Αλλά όποιος τώρα νομίζει πως ο παππούς θύμωνε με όλα τούτα είναι μακριά νυχτωμένος. Γιατί ο παππούς δεν θύμωνε ποτέ. Αντιθέτως. Γε- λούσε και με βοηθούσε να σηκωθώ, μου τίναζε τα χώματα από τα ρούχα και μου έλεγε να μηφοβάμαι. «Μη φοβάσαι, σύντροφε!» έλεγε. Και σύντομα συνήθισα το ανώμαλο έδαφος της περιοχής και μετά έπαψα να είμαι και τόσο χοντρός. Μετά μπο- ρούσα πια να στέκομαι όρθιος ακόμα και πάνω στο μικρό καΐκι μας, χωρίς να πέφτω, ακόμα κι αν αυ- τό λικνιζόταν επικίνδυνα. Ξάφνου άρχισε να μου αρέσει που τα κύματα μου χάιδευαν τα γόνατα, και δεν ήταν πια ανάγκη να συγκεντρώνω την προσο- * Λαγόποδας ή βουνοχιονόκοτα: πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών, ζει σε τούντρες ή άγονες, βραχώδεις περιοχές. (Σ.τ.Μ.)

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=