Κάλμαν

J O A C H I M B . S C H M I D T 18 ντάδικο του βενζινάδικου, στου Σάλβερ, είχε, βλέ- πεις, τα καλύτερα χάμπουργκερ και κόστιζαν μο- νάχα χίλιες οχτακόσιες σαράντα πέντε κορόνες. Τα λεφτά τα είχα πάντα ακριβώς, πάντα, και το ήξερε και ο Σάλβερ και δεν μετρούσε πια τα κέρματα. Αλλά καμιά φορά, παρ’ όλα αυτά, το χάμπουργκερ δεν μου φαινόταν νόστιμο, γιατί ήμουν λυπημένος που ο παππούς δεν ήξερε πλέον ποιος ήμουν. Άμα δεν το ήξερε αυτός, τότε πώς, στο καλό, να το ξέρω εγώ; Στον παππού τα χρωστούσα όλα. Τη ζωή μου. Αν δεν ήταν αυτός, η μάνα μου θα με είχε βάλει σε κανένα άσυλο για άτομα με αναπηρία, όπου θα με κακομεταχειρίζονταν και θα με βίαζαν. Τώρα θα ζούσα στο Ρέικιαβικ, μόνος κι έρημος. Στο Ρέικια- βικ επικρατεί κυκλοφοριακό χάος και ο αέρας είναι βρόμικος και οι άνθρωποι έχουν άγχος. Nα πάρει, δεν είναι αυτά για μένα. Στον παππού το όφειλα που ήμουν κάποιος, εδώ, στο Ροΐβαρχαπν.Μου τα είχε δείξει όλα, μου είχε μάθει όλα όσα χρειάζονται για να επιβιώσεις. Με έπαιρνε μαζί του στο κυνή- γι και στη θάλασσα, αν και στην αρχή δεν τον βοη­ θούσα και πολύ. Προπαντός στο κυνήγι συμπερι- φερόμουν σαν τον τελευταίο άχρηστο, σκόνταφτα κι έβηχα, και ο παππούς έλεγε πως έβαζα τρικλο- ποδιά στον ίδιο μου τον εαυτό, έπρεπε να τα ση-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=