11 λάει μεγάλες πέτρες και χοντρά ξυλαράκια, αλλά έχτισε τελικά μια φωλιά με γερά υλικά, τα οποία κόλλησε μεταξύ τους με λάσπη από τις όχθες του ποταμού. Έφτιαξε και πολλές ξύλινες βιβλιοθήκες, που κρατούσαν τις πέτρες στη θέση τους. Κόπιασε σκάβοντας βαθιά και ενώνοντας με κούφια ξυλαράκια από σιτάρι τη φωλιά του με το ρέμα, ώστε η κατασκευή να λειτουργεί σαν σωλήνας και να του φέρνει νερό στην κουζίνα. Το απόγευμα, μια γάτα έκανε τις βόλτες της στο πάρκο. Μύρισε από μακριά το πρώτο πουλάκι, και βλέποντας το σπίτι του, χαμογέλασε. Οι κοκκινολαίμηδες ήταν η αγαπημένη της λιχουδιά. Χτύπησε λοιπόν την πόρτα. «Κοκκινολαίμη μου καλέ, άνοιξε να μπω μέσα». Μέσα από τις τρύπες στις σακούλες, το πουλάκι είδε ότι ήταν μια γάτα που είχε σταθεί στην πόρτα του και άρχισε να τρέμει. Ήξερε πως δεν μπορούσε να πετάξει αρκετά ψηλά για να της ξεφύγει, έτσι αδύναμα που ήταν ακόμη τα νεαρά φτερά του. «Αφού θα με φας!» ψέλλισε. «Άνοιξε, αλλιώς με τα κοφτερά μου νύχια θα γρατζουνίσω!» απάντησε η γάτα. «Θα γρατζουνίσω, θα γρατζουνίσω και το σπίτι σου θα εξαφανίσω!» Και η γάτα χίμηξε με τα γαμψά της νύχια και μεμιάς οι πλαστικές σακούλες και τα περιτυλίγματα κομματιάστηκαν και πετάχτηκαν δεξιά και αριστερά. Το πουλάκι έβαλε όλη του τη δύναμη για να πετάξει, και ευτυχώς που το σπίτι του αδερφού του ήταν δίπλα και πρόλαβε να χωθεί γρήγορα μέσα. Η γάτα όμως το ακολούθησε και χτύπησε την πόρτα που σχημάτιζαν τα κομματάκια από μπουκάλια και παλιά πλαστικά παιχνίδια. Τώρα μύριζε δύο πουλάκια και τα σάλια της πλέον έτρεχαν ποτάμι.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=