Η ληστεία της αυτοκράτειρας (Μίλι και Μάγκνους)
11 για κάτι τεράστια σαλιγκάρια που ζούσαν στη Φλόριντα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Για σένα είναι, Μίλι!» άκουσε τον Μά- γκνους να τη φωνάζει. Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά ως το γραφείο του. Ο μικρός βαρόνος δούλευε σκυφτός πάνω από ένα στενόμακρο τραπέζι, γεμάτο σχέδια. «Ο θείος σου» της είπε και της έδωσε το τηλέφωνο. Η Μίλι τού πήρε το ακουστικό από το χέρι και βγήκε από το δωμάτιο. «Θείε Έντι;» φώναξε. «Γεια σου, κούκλα μου» έφτασε στ’ αυτί της η γνώριμη φωνή του θείου της. «Τι χα- μπάρια;» «Πεθαίνω» απάντησε η Μίλι. Του θείου Έντι τού κόπηκε η αναπνοή. «Τ-τ-τι κά-κά-κάνεις;» τραύλισε. «Πεθαίνω από βαρεμάρα» πρόσθεσε η Μίλι. «Α, εντάξει, να μην ανησυχώ τότε» είπε ο θείος της. «Αύριο φεύγω. Πάω στα βουνά». «Για διακοπές;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=