Ίχνη στο χιόνι
18 ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ «Δεν ξέρω» είπε εκείνη με αναφιλητά. «Αλήθεια, δεν ξέρω». «Μωρή, είστε όλοι χαϊβάνια και θέλετε να πεθάνετε πριν την ώρα σας; Το ξέρουμε ότι κρύβεται εδώ. Το καλό που σου θέλω, μίλα, γιατί θα την πληρώσεις εσύ». Της έδωσε μια κλοτσιά στην κοιλιά κι εκείνη διπλώθη κε στα δυο βογκώντας. Το φουστάνι της είχε σχιστεί. Την τράβηξε από τα μαλλιά, αναγκάζοντάς τη να ανασηκωθεί και έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. «Πού είναι χωμένος ο χαραμοφάης;» Εκείνη δεν μίλησε. Την πέταξε πάλι κάτω κι άρχισε να την κλοτσά με δύ ναμη. Ο πατέρας του παρακολουθούσε αναστατωμένος. Το αγόρι άκουσε τη βαριά του ανάσα. Διέκρινε τον ιδρώτα να κυλά από το μέτωπό του. «Τους άτιμους κατσαπλιάδες» ψιθύρισε. «Θα τη φάνε την κακομοίρα». Στράφηκε προς τον Περικλή. «Μην το κουνήσεις αποδώ, το κατάλαβες; Ό,τι κι αν γίνει». Το παιδί έγνεψε καταφατικά. Έτρεμε. «Μίλα, βρε συ! Συνεννοηθήκαμε;» «Ναι».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=