Ίχνη στο χιόνι

16 ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ «Θα της το πω». Άνοιξε ένα πάνινο σακουλάκι,έβγαλε από μέσα τριμμέ­ νο καπνό και τον απόθεσε στο τσιγαρόχαρτο. Το τύλιξε, το έφερε στο στόμα και με τη γλώσσα έγλειψε τις δύο άκρες του για να κολλήσουν μεταξύ τους. Άναψε το τσιγάρο και φουμάρισε με αργές κινήσεις, κρατώντας τον καπνό για ώρα στον φάρυγγα. Το αριστερό του χέρι ήταν τυλιγμένο σε επίδεσμο. Το ανασήκωσε λίγο και το περιεργάστηκε. «Καταραμένο, ακόμα πονά» ψιθύρισε. Φορούσε μια στρατιωτική χλαίνη, χιλιοτρυπημένη, βρόμικη, και κάτι άρβυλα, λασπωμένα, σε κακό χάλι. Τα γένια του έφταναν μέχρι το στήθος. Έτσι ψηλός που ήταν, η σκιά του πλάκωνε το παιδί σαν μαύρο σύννεφο. «Τι νέα, μωρέ, από πάνω;» ρώτησε. «Μα τα ξέρω τα νέα; Έχω μέρες να κατέβω στο χωριό». «Φάνηκε ο Ανδρέας;» «Όχι». «Πού να σεργιανά κι αυτός» αναρωτήθηκε και έσβησε το τσιγάρο του στο χώμα. Ακούστηκαν πυροβολισμοί. «Πανάθεμα» φώναξε. Άρπαξε τον Περικλή από το χέρι και πήραν τον δρό­ μο προς το σπίτι τρέχοντας. Έφτασαν πίσω από τον λόφο,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=