Ίχνη στο χιόνι
IXNH ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ 13 Έριξε νερό στο πρόσωπο από τη σκαφίδα που είχαν στο πεζούλι και μετά επέστρεψε, πήρε από το τραπέζι ψωμί και το άλειψε με βούτυρο. «Τι σε καλό σου έχεις σήμερα;» ρώτησε η μάνα του. «Λαλιά δεν βγάζεις. Μπας και μου αρρώστησες, έτσι που σεργιανάς στα λαγκάδια χωρίς πανωφόρι;» Το αγόρι την κοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα, απλώς συν δαύλισε τη φωτιά με τη μασιά μασουλώντας. «Τράβα να ανταμώσεις τον πατέρα σου τώρα» του υπενθύμισε εκείνη. «Καλά, καλά». «Πάρε τον ντορβά και το λαγήνι με το γάλα». «Πού είναι;» «Στο τραπέζι,δεν βλέπεις,μωρέ; Τύφλα να ’χουν τα γα λανά σου τα μάτια». Φόρεσε το πανωφόρι.Κρέμασε τον ντορβά στον ώμο. «Πάρε και το φλασκί να το γεμίσεις νερό στην Μπα ρούκα». Έφυγε άκεφος. Πέρασε μπροστά από το μαντρί και μετά ακολούθησε το κατηφορικό μονοπάτι που οδηγού σε στην πηγή, ανάμεσα στα κωνοφόρα και τα σπαρμένα βράχια ‒ λες και κάποιος γίγαντας, αιώνες πριν, τα είχε πετάξει στην πλαγιά. Τη βρύση την κάλυπτε μια πέτρινη πλάκα, η οποία
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=