Ίχνη στο χιόνι
12 ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ Πήρε στην αγκαλιά της μερικά καυσόξυλα και τα έφε ρε στο σπίτι, όπου τα απόθεσε στο πάτωμα και μάζεψε τις στάχτες από το τζάκι σ’ έναν τενεκέ. Στοίβαξε τα προσα νάμματα κι έβαλε λίγη ίσκα πάνω. Ο Περικλής ξύπνησε λίγο αργότερα, πέταξε από πάνω του τη βελέντζα και ανασηκώθηκε,στρέφοντας το βλέμμα του προς τη φωτιά που μόλις είχε φουντώσει. «Σηκώθηκε ο κανακάρης μου;» είπε η μάνα του και έβαλε την ποδιά της. «Καλή σου μέρα,παλικάρι μου». Κουβάλησε το σακί με τον τραχανά από την αποθή κη και τον άπλωσε πάνω σ’ ένα πανί για να τον κοσκι νίσει. Το παιδί ήταν ακόμη νυσταγμένο και δεν της αποκρί θηκε. Κοιτούσε επίμονα τα ξύλα που καίγονταν τρίβοντας τα χέρια του πάνω από τις φλόγες. «Άντε να φας κάτι και μετά να πας στον πατέρα σου γάλα και ψωμί» πρόσταξε εκείνη. Ο Περικλής βγήκε έξω και κάτω από το μεγάλο πουρ νάρι, πίσω από το σπίτι, κατούρησε. Το ζεστό υγρό άχνι σε μες στην παγωνιά. Παρατήρησε τα σύννεφα που είχαν στεφανώσει το βουνό. Τα σκυλιά, ο Γκέκας και ο Μένιος, τον πήραν πρέφα και έτρεξαν κοντά του. Τα χάιδεψε κι εκείνα γρύλισαν χα ρούμενα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=