5 Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα. Τα κύματα τον χτυπούσαν. Δε θυμόταν πόσες ώρες κολυμπούσε. Ήταν κουρασμένος, νύσταζε και πεινούσε. Και τι δε θα έδινε για λίγο γάλα… Όμως έπρεπε να κάνει άλλη μια προσπάθεια. Έβγαλε όλο τον αέρα από τους πνεύμονές του και έκλεισε τα ρουθούνια του πριν βουτήξει ξανά. Κάτω από το νερό έβλεπε καλύτερα κι ας ήταν ελάχιστο πια το φως. Ίσως αυτή τη φορά κατάφερνε να τη βρει. Έπρεπε να τη βρει. Τίποτα άλλο δεν ήθελε, μόνο αυτό: να ακουμπήσουν ξανά οι μουσούδες τους.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=