Ιστορίες καθημερινής τρέλας

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΤΡΕΛΑΣ 13 Πέρασαν λίγη ώρα ακόμα στο σουπερμάρκετ και τελείω­ σαν τα ψώνια τους. Ο Ντιουκ δεν είχε πάρει τίποτα. Η Λάλα είχε γεμίσει το καλάθι με ό,τι ήθελε. Ορισμένα απ’ αυτά δεν τρώγονταν: μπαλόνια, κραγιόνια ζωγραφικής, ένα ψεύτικο όπλο. Ένας αστροναύτης που όταν τον πυρο­ βολούσες έβγαινε ένα αλεξίπτωτο από την πλάτη του. Και γαμώ τους αστροναύτες. Η Λάλα δεν συμπάθησε την ταμία. Την κοίταξε πολύ συνοφρυωμένη. Η καημένη η γυναίκα: Το πρόσωπό της ήταν άδειο, ανέκφραστο – ήταν ένα τερατώδες θέαμα και εκείνη δεν το είχε πάρει καν είδηση. «Γεια σου, γλυκιά μου!» της είπε η ταμίας. Η Λάλα δεν της απάντησε. ΟΝτιουκ δεν της ζήτησε να της απαντήσει. Πλήρωσαν και περπάτησαν μέχρι το αυτοκίνητο. «Μας παίρνουν τα λεφτά» είπε η Λάλα. «Ναι». «Και μετά πρέπει να πας τη νύχτα για δουλειά και να βγάλεις κι άλλα λεφτά. Δεν θέλω να πηγαίνεις τη νύχτα για δουλειά. Θέλω να παίζουμε τη μαμά και το μωρό. Εγώ θα είμαι η μαμά κι εσύ θα είσαι το μωρό». «Εντάξει, θα είμαι τώρα το μωρό. Εντάξει, μαμά;» «Εντάξει, μωρό, μπορείς να οδηγήσεις το αυτοκίνητο;» «Θα προσπαθήσω». Μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο κι έφυγαν. Κάποιος μα­ λάκας πάτησε τέρμα το γκάζι και τους χτύπησε την ώρα που έπαιρναν μια αριστερή στροφή. «Μωρό, γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να μας χτυπή­ σουν με τα αυτοκίνητά τους;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=