Ιστορίες καθημερινής τρέλας
ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΒΣΚΙ 20 «Ναι, θα το ξαναπώ!» του είπε κραδαίνοντας εκείνη την κονσέρβα με τον αρακά. «Θα το ξαναπώ». «Τ’ ορκίζομαι, άμα δεν αφήσεις κάτω την κονσέρβα με τον αρακά, βοήθησέ με, Θεέ μου, ή μάλλον όχι, ΘΑ ΣΟΥ ΤΗ ΧΩΣΩ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΕ ΓΑΜΙΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΕΝΒΕΡ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΛΜΠΟΥΚΕΡΚΗ!» Η Μαγκ ξαναγύρισε στην κουζίνα μαζί με την κονσέρ βα. Κι έμεινε εκεί. Ο Ντιουκ πήγε στην ντουλάπα για να πάρει το παλτό του και το όπλο. Χαιρέτησε τη μικρή του κόρη μ’ ένα φιλί. Ήταν πιο γλυκιά κι από το μαύρισμα στον ήλιο του Δεκέμβρη κι έξι λευκά άλογα να τρέχουν σ’ έναν χαμηλό λόφο. Αυτό του ήρθε στο μυαλό, άρχισε να του στρίβει. Έφυγε γρήγορα σκυφτός. Έκλεισε όμως αθόρυβα την πόρ τα πίσω του. Η Μαγκ βγήκε από την κουζίνα. «Ο Ντιουκ έφυγε» είπε το παιδί. «Ναι, το ξέρω». «Μαμά, άρχισα να νυστάζω. Διάβασέ μου από το βι βλίο». Κάθισαν κι οι δυο μαζί στον καναπέ. «Θα ξαναγυρίσει ο Ντιουκ, μαμά;» «Ναι, ο αλήτης, θα ξαναγυρίσει». «Τι είναι αλήτης;» «Ο Ντιουκ. Τον αγαπάω». «Αγαπάς έναν αλήτη;» «Ναι» της απάντησε γελώντας η Μαγκ. «Ναι. Έλα εδώ, γλυκιά μου. Πάνω στην ποδιά μου».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=