Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

χωρίς άλλο όργανο εκτός από τη μνήμη και τη φωνή των ανθρώπων; Η απλούστερη απάντη- ση φαίνεται να είναι η ακόλουθη: στην παραγωγή ακριβώς μεγαλύτερου κλέους , όπως θα γί- νει, για παράδειγμα, με τις επιτύμβιες στήλες, που εξασφαλίζουν μια νέα μορφή υστεροφη- μίας στον αποβιώσαντα. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται πως η γραφή τάχθηκε στην υπηρεσία του προφορικού πολιτισμού έχοντας μια προοπτική που δεν είναι ξένη προς αυτόν. Όχι για να διασώσει την επική παράδοση (παρότι το έκανε τελικά) αλλά για να συμβάλει στην παραγω- γή ήχου, στην παραγωγή αποτελεσματικού λόγου, εκκωφαντικού κλέους. Η απάντηση αυτή ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με μια υπόθεση που αφορά τη φύση της ανάγνωσης στην αρχαϊκή Ελλάδα. Είναι αναπόφευκτο να σκεφτεί κανείς ότι οι πρώτοι έλληνες αναγνώστες δεν μπορεί παρά να επιδίδονταν στη μεγαλόφωνη ανάγνωση. Γιατί σ’ έναν πολιτισμό που εκτιμά τον προφορικό λόγο στο βαθμό που τον εκτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, η γραφή ενδιαφέρει μόνο στο μέτρο που αποσκοπεί σε μια εκφωνούμενη ανάγνω- ση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόθεσή μας μπορεί να ανατρέψει την ιδέα που έχει σχηματιστεί εδώ και χρόνια για την αρχαία ανάγνωση. Διατυπώνεται με βάση ορισμένα πολιτιστικά δεδο- μένα και μάλλον συμφωνεί με μια άλλη γενικώς αποδεκτή θεωρία, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προβολή στο παρελθόν διάφορων μαρτυριών από μια μεταγενέστερη εποχή: αφού οι Έλληνες της κλασικής εποχής διάβαζαν μεγαλόφωνα, συμπεραίνουμε αναγκαστικά ότι και οι πρόγονοί τους έκαναν το ίδιο. Ελλείψει γραπτών τεκμηρίων, φαίνεται λογικό να υποθέσει κανείς ότι η μεγαλόφωνη ανάγνωση αποτελεί την πρώτη μορφή ανάγνωσης. Το λεξιλόγιο της ελληνικής «ανάγνωσης» Μολονότι, σε πρώτη ματιά, η απουσία μαρτυριών που να μας πληροφορούν για τα θέματα της αρχαϊκής ανάγνωσης δείχνει σχεδόν παντελής –εφόσον με το «μαρτυρίες» εννοούμε πε- ριγραφές που να μιλούν για την πράξη της ανάγνωσης ή για αντιδράσεις απέναντι σε αυτήν–, η κατάσταση αλλάζει μόλις εξετάσουμε το λεξιλόγιο που διαμορφώθηκε, ήδη από την αρχαϊ- κή εποχή, για να εκφράσει την ιδέα της ανάγνωσης. Για την ακρίβεια, η ελληνική διαθέτει περισσότερα από δέκα ρήματα που σημαίνουν «διαβάζω», και τα οποία πιστοποιούνται ήδη περίπου από το 500 π.Χ. O αριθμός τους ενδέχεται να εκπλήξει. Οφείλεται αναμφίβολα στην ποικιλία των διαλέκτων από τις οποίες αποτελούνταν η γλώσσα και στο γεγονός ότι η «δοκι- μαστική περίοδος», όταν είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν έως ότου να προτιμηθούν ορισμένες από αυτές, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί την εποχή που εμείς αρχίζουμε να τις συναντάμε στις επιγραφές και τα κείμενα. Στην πραγματικότητα, τα ρήματα αυτά αποτελούν την κύρια οδό από την οποία προσεγγίζουμε τη λογική της αρχαϊκής ανάγνωσης: η βασική σημασία κάποι- ου συγκεκριμένου ρήματος που να χρησιμοποιείται με την έννοια του «διαβάζω» θα μας δεί- ξει με ποιον τρόπο οι άνθρωποι εκείνης της εποχής αντιλαμβάνονταν την πράξη της ανάγνω- σης τη στιγμή που αρχίζει να εξειδικεύεται η χρήση της λέξης, αν όχι και αργότερα. Οι μαρτυ- ρίες αυτές είναι πολύ πιο πολύτιμες, επειδή ξεπερνούν το ατομικό ή το περιστασιακό πλαί- σιο της γλώσσας καθώς βρίσκονται στο επίπεδο της συλλογικής γνώσης. Καταλαβαίνει συ- νεπώς κανείς γιατί είναι αναγκαίο τώρα να επικαλεστούμε γεγονότα λεξιλογικά και γραμ- ματικά ικανά να ενισχύσουν την υπόθεση που διατυπώσαμε για τον φωνητικό χαρακτήρα της [ 54 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=