Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

πτό ότι «σημαίνει συνεχώς το ίδιο πράγμα», δηλαδή αυτό ακριβώς για το οποίο καυχάται το επίγραμμα του Άνδρωνος. Φυσικά ο φιλόσοφος θα μπορούσε να είχε απευθύνει την ίδια μομ- φή σε έναν ηθοποιό που η φωνή του δεν είναι παρά το εργαλείο ενός αμετάλλακτου κειμένου και όχι η φωνή κάποιου που είναι κάτοχος της γνώσης, της επιστήμης . Και πράγματι κάνει κάτι τέτοιο σε ένα άλλο έργο του. Τα δυο πράγματα καταλήγουν στο ίδιο αφού, όπως είδαμε, το γραπτό και ο ηθοποιός είναι ανάλογα και αντιμεταθέσιμα στοιχεία. Ο ηθοποιός υποκαθι- στά πάνω στη σκηνή το γραπτό και το γραπτό υποκαθιστά τον ηθοποιό στο επίγραμμα του Άνδρωνος. Ο ηθοποιός, παράγοντας αυτό που ονομάζω «φωνητική γραφή», προσφέρει τη δυνατότητα μιας νέας αντιμετώπισης του γραπτού, τη δυνατότητα της σιωπηλής ανάγνωσης. Στην ουσία το ενεπίγραφο αγαλματίδιο το αφιερωμένο από τον Άνδρωνα αυτοπροσδιορίζε- ται ως ηθοποιός, ως « υποκριτής », κάτι που προϋποθέτει αυτή τη νέα αντιμετώπιση. Ο γρα- πτός χώρος είναι μια «σκηνή» που υιοθετεί τη λογική της θεατρικής παράστασης, και αποδί- δει το ρόλο του θεατή στον αναγνώστη. Εσωτερικεύει το θέατρο. Το συμπέρασμα αυτό επαληθεύεται ταυτοχρόνως τόσο από το επίγραμμα του Άνδρωνος και από ένα απόσπασμα, όπως το προαναφερόμενο από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, όσο και από τη «δέλτο» της νεκρής Φαίδρας «βοά, βοά δέλτος άλαστα» (βοά, βοά η κακορίζικη πινα- κίδα). Το γραπτό που εμφανίζει ο Ευριπίδης επί σκηνής υποτίθεται όχι μόνο ότι « φωνεί » στη διάρκεια της σιωπηλής ανάγνωσης αλλά και ότι « βοά ». Είναι μάλιστα ικανό να ξεσπάσει σε θρηνητικό άσμα: «... οίον οίον είδον εν γραφαίς μέλος/φθεγγόμενον...» (... τέτοιο θρηνολόι που άκουσα να βγαίνει μέσ’ από τη γραφή) 73 . Ο ηθοποιός που άδει το ρόλο του Θησέα (πρό- κειται για ένα λυρικό μέρος) άδει υμνώντας ένα ηχητικό μέλος που αναδύεται από τον γρα- πτό λόγο, δηλαδή ένα τραγούδι για τα μάτια. Πάνω στη σκηνή ένας ηθοποιός που άδει: πάνω στη δέλτο –που διαβάζεται σιωπηλά εσω- τερικεύοντας έτσι τον θεατρικό χώρο– γράμματα που άδουν ένα «μέλος φθεγγόμενον». Δύ- σκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πιο διδακτική θεατροποίηση της σιωπηλής ανάγνωσης. Για δυο λόγους μάλιστα. Πρώτα από όλα, παρεμβάλλει μέσα στο τραγούδι που παρουσιάζεται επί σκηνής το εικονικό τραγούδι που υπάρχει στον γραπτό λόγο, κι έτσι, εμπεριέχοντάς το, υπο- γραμμίζει την αναλογική σχέση ανάμεσα στον θεατρικό χώρο και το γραπτό κείμενο που δια- βάζεται σιωπηλά. Στη συνέχεια, κάνει με σαφήνεια το συσχετισμό του «ομιλούντος» αντικει- μένου και της σιωπηλής ανάγνωσης, αφού στη «φωνή» που ακούγεται μέσα στο μυαλό, όσο διαρκεί η σιωπηλή ανάγνωση, ανταποκρίνεται επακριβώς το «ομιλούν» αντικείμενο. Η μαρ- τυρία του Ιππόλυτου δεν περιορίζεται συνεπώς στα εξωτερικά γεγονότα –που δεν επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη διάκριση ανάμεσα στη σιωπηλή ανάγνωση και την ανάγνωση την οποία απλώς δεν ακούει ο άλλος– παρά εμπεριέχει μια ενδότερη άποψη η οποία ενισχύει την ερμη- νεία του Bernard Knox, και μάλιστα προσθέτει σε αυτήν γεγονότα που παραπέμπουν στη νοη- τική αρχιτεκτονική μιας πραγματικά σιωπηλής ανάγνωσης. Αν με αυτό τον τρόπο το θέατρο εσωτερικεύεται εντός του βιβλίου, το βιβλίο εσωτερι- κεύεται με τη σειρά του μέσα στον νοητικό χώρο, όπου άλλοτε ορίζεται ως φρην και άλλο- ∏ ∞ƒ à ∞ ´ ∫∏ ∫ ∞ π ∫ §∞ ™ π ∫∏ ∂ §§∞¢∞ [ 77 ] 73. Ευριπίδης, Ιππόλυτος , 865, 877, 878-880.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=