Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

στο πεδίο των επιγραμμάτων όσο στα έργα των συγγραφέων που έχουν μια λιγότερο λακωνική γραφή και οι οποίοι, γι’ αυτόν το λόγο, είναι πιο πρόθυμοι να αλλάξουν τις αναγνωστικές τους συνήθειες. Το πρώτο παράδειγμά μου είναι ο Αισχύλος, που το προβάδισμά του στον τομέα αυ- τό είναι πολύ ενδεικτικό (θα γίνει αντιληπτό αμέσως πιο κάτω για ποιο λόγο). Στο έργο του η χρησιμοποίηση της μεταφοράς δηλώνεται από τις τρεις ασπίδες των ηρώων, δηλαδή την ασπί- δα του Καπανέα, του Ετεοκλή και την ασπίδα του Πολυνείκη στους Επτά επί Θήβας 69 . «... έχει δε σήμα γυμνόν άνδρα πυρφόρον, / φλέγει δε λαμπάς διά χερών ωπλισμένη· / χρυσοίς δε φωνεί γράμμασιν “Πρήσσω πόλιν”» (... η ασπίδα του έχει / σημάδι του άντρα γυμνό και φλογοφόρο, / που διάφλογο πυρσό βαστώντας, λέει ( φωνεί ), / με γράμματα χρυσά: «Την πόλη θα την κά- ψω»). Σε ένα θεατρικό έργο όπου συναντάμε την αξιοπρόσεκτη συναισθησιακή φράση: «κτύ- πον δέδοικα» 70 φαίνεται λογικό τα αντικείμενα να παίρνουν το λόγο και το πρόσωπο που απει- κονίζεται πάνω σε μια ασπίδα να « φωνεί », όπως στην προαναφερθείσα ασπίδα, ή ακόμα και να « βοά », όπως στην ασπίδα του Ετεοκλή, διαμέσου των γραμμάτων της αλφαβήτου που είναι ζω- γραφισμένα στο πλάι του. Τέλος, στην ασπίδα του Πολυνείκη βλέπει κανείς την προσωποποίη- ση της Δίκης, η οποία αναγνωρίζεται όχι από τα παραδοσιακά ενδεικτικά της σημάδια αλλά από μια επιγραφή δίπλα της: «Δίκη δ’ άρ’ είναι φησί, ως τα γράμματα / λέγει» (ΗΔίκη ισχυρίζε- ται πως είναι, όπως λέγει η επιγραφή που είναι βαλμένη κοντά της). Το δεύτερο παράδειγμά μου είναι ο Ηρόδοτος. Και στα δικά του έργα τα γράμματα του αλφάβητου αρχίζουν επίσης να μιλούν, λέγειν , και μάλιστα μαζικά· από κοινού οι γραπτοί χρησμοί, οι στήλες και οι τρίποδες υψώνουν και αυτά τη φωνή τους καθώς και το πέτρινο άγαλμα του αιγύπτιου βασιλιά Σέθου το οποίο προφέρει το επίγραμμά του 71 . Για τον ιστορι- κό που γράφει εκτενή κείμενα και που διαβάζει ακόμα εκτενέστερα, η σιωπηλή ανάγνωση, που κατέστη δυνατή χάρη στην εμπειρία του θεάτρου (ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Ηρόδο- τος ήταν φίλος με τον Σοφοκλή), επιβάλλεται με φυσικό τρόπο. Έχει ανάγκη να διαβάζει γρήγορα, έστω και για να επεξεργαστεί καλύτερα το δικό του γραπτό έργο. Οπότε η επιτά- χυνση της ανάγνωσης σημαίνει αναγκαστικά ως ένα σημείο την εσωτερίκευση της φωνής που αναγιγνώσκει, την παράλειψη της φωνής, τη στροφή στο νοερό διάβασμα. Η «σκηνή» της γραφής και η γραφή μέσα στην ψυχή Το επίγραμμα του Άνδρωνος του Αντιφάνους σηματοδοτεί μια αποφασιστική στιγμή στις σχέ- σεις των αρχαίων Ελλήνων με τον γραπτό χώρο, και δεν είναι τυχαίο ότι στον Φαίδρο του Πλά- τωνα, έναν αιώνα αργότερα, αντηχεί ο αντίλαλός του, σ’ ένα απόσπασμα που αφορά το ίδιον της γραφής 72 . Συγκρίνοντας τη γραφή με τη ζωγραφική, ο Σωκράτης κατηγορεί εκεί το γρα- [ 76 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 69. Τα παραθέματα που ακολουθούν έχουν αντληθεί από τους στίχους 432-434, 103, 465-469, 646-648. [Η απόδοση είναι του Τ. Ρούσσου, Κάκτος, Αθήνα 1992 . (Σ.τ.Μ.)] 70. Eδώ ο συγγραφέας αποδίδει το ρήμα δέδοικα , που σημαίνει «φοβάμαι», ως «βλέπω». (Σ.τ.Ε.) 71. Ηρόδοτος, Ιστορίαι , Ι, 124, 187· ΙΙ, 102, 106, 133, 136, 141· ΙΙΙ, 88· IV, 91· V, 60, 61, 90, 92· VI, 77· VII, 228· VIII, 22, 136. 72. Πλάτων, Φαίδρος , 275d.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=