Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

στην ουσία με το υπο-κρίνεσθαι όπως στην ιωνική διάλεκτο. Στην Αθήνα χρησιμοποιούν το αποκρίνεσθαι με την έννοια του «απαντώ». Αν ο συγγραφέας του επιγράμματος ήθελε να γράψει «απαντώ» θα είχε χρησιμοποιήσει το αποκρίνομαι , που αντιστοιχεί μετρικά στο υπο- κρίνομαι . Δεν το έκανε. Οδηγούμαστε λοιπόν έτσι να πιστέψουμε ότι το ρήμα επιλέχθηκε για να εκφράσει κάτι περισσότερο από την απλή ιδέα μιας απάντησης. Χρησιμοποιώντας το υποκρίνομαι , το ενεπίγραφο αγαλματίδιο υψώνει τη «φωνή του». «Ομιλεί». Και αναγκαστικά, λόγω των συνθηκών, η ομιλία του είναι μια ομιλία ταυτόχρονα θεατρική όσο και φωνητική: με την κατά μεταφορά εννοούμενη φωνή του, το επίγραμμα απα- ντάει σε μια ερώτηση που δεν του απηύθυνε κανείς αλλά την οποία, μέσα στην πλήρη αυτονο- μία του, προκαταλαμβάνει. Όπως ο θεατρικός υποκριτής , δίνει την «απόκρισή» του χωρίς να του τη ζητήσουν. Αν όμως το ρήμα υποκρίνομαι θέλει να πει ταυτόχρονα ότι «ερμηνεύω» κάτι που τίθεται ως αίνιγμα –δηλαδή στο «ποια έννοια πρέπει να δώσει κάποιος στο ενεπίγραφο αγαλματίδιο;»–, αυτό ερμηνεύει μόνο του τον εαυτό του, αυτοαποκρυπτογραφείται μπροστά στα μάτια του θεατή-αναγνώστη που δεν είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να εκφωνήσει το γραπτό κείμενο, αφού αυτό «εκφωνείται» μόνο του εδώ. Σαν υποκριτής αναγνώστης που μας προσφέρει την αναπαράσταση της φωνής! Σε μια θεατρική πρεμιέρα στην πραγματικότη- τα. Γιατί πριν από την επινόηση της σιωπηλής ανάγνωσης, η γραφή αποσκοπούσε στην παρα- γωγή φωνής και όχι στην αναπαράστασή της. Μέχρι τη μετατροπή της σε φωνή, το μόνο που αντιπροσώπευε, για εμάς τουλάχιστον, ήταν μερικοί χαρακτήρες λαξεμένοι από κάποια σμίλη. Το επίγραμμα μπορεί τώρα πια, απευθυνόμενο στο θεατή-αναγνώστη που δεν πρέπει να αρθρώσει τη δική του προσωπική φωνή, να μεταδώσει το τι εννοεί απευθείας στο μάτι: για ποιο λόγο να διαβάσει κανείς μεγαλόφωνα, όταν το επίγραμμα ξέρει να «μιλάει» σιωπηλά; Το νόημα του αντικειμένου, όταν προσλαμβάνεται πια από το μάτι του αναγνώστη σαν δια- μέσου κάποιου είδους ακτινοβολίας ή «εξακτίνωσης». Το αντικείμενο εκπέμπει το νόημά του στον αναγνώστη. Το νόημα του αντικειμένου δεν ενεργοποιείται επίμοχθα από τη φωνή του αναγνώστη. Η γραφή του είναι αυτόνομη, «μιλάει». Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η λογική αυτού του επιγράμματος, που μαρτυρά με έμμεσο τρόπο (και όχι με άμεσο, όπως τα αποσπά- σματα από τον Ιππόλυτο και τους Ιππείς ) την ύπαρξη, στην Αθήνα του τέλους του 6 ου αιώνα, της πρακτικής της σιωπηλής ανάγνωσης και, ταυτόχρονα, την εσωτερίκευση του θεατρικού χώρου εντός του γραπτού χώρου. Τώρα πια ο χώρος της γραφής μπορεί να γίνει θεατρική σκηνή. Αυτή η νέα μορφή ανάγνωσης, κατά την οποία ο αναγνώστης έχει, κατά κάποιο τρό- πο, αποδεχτεί την «παθητικότητα» του θεατή μιας ενεργητικής γραφής που εκπέμπει το νόημά της, υπακούει σε ένα σχεδίασμα που το βρίσκει κανείς και πάλι στη θεωρία της οπτι- κής πρόσληψης, έτσι όπως την εκπόνησαν, στη διάρκεια του 5 ου π.Χ. αιώνα, ο Εμπεδοκλής, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Στην αρχή, στα έργα του Εμπεδοκλή η κατάσταση φαίνεται συ- γκεχυμένη. Σύμφωνα με τα λόγια του Αριστοτέλη, «ο Εμπεδοκλής μοιάζει με εκείνον που νο- μίζει πως βλέπει όταν το φως βγαίνει μέσα από τον οφθαλμό» 64 . Επομένως, ο Εμπεδοκλής υιοθετεί μια τελείως αντίθετη θέση από αυτήν που προϋποθέτει η σιωπηλή ανάγνωση, όπου [ 74 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 64. Αριστοτέλης, Περί αισθήσεως 437b.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=