Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

προκειμένου να «αναγνωρίσει» τη γραφιστική ακολουθία των στοιχείων, έχει αναπτύξει μια αι- σθητά ενεργητική σχέση με το γραπτό όσον αφορά την ηχητική του απόδοση (μολονότι, συγκρι- νόμενος με το γραφέα του οποίου εκτελεί τις προθέσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως έχει ανα- λάβει το ρόλο του «παθητικού συντρόφου»). Πρέπει να καταβάλει πνευματική και σωματική προσπάθεια, προκειμένου να εκπληρώσει τη λειτουργία του ως οργάνου, ειδάλλως τα γράμματα θα παραμείνουν κενά νοήματος. Αντίθετα, εκείνος που ξέρει να διαβάζει σιωπηλά έχει με το γρα- πτό μια σχέση που φαίνεται μάλλον παθητική. Δεν είναι πια όργανο του γραπτού λόγου αφού το γραπτό «μιλάει» σε αυτόν μόνο. Τώρα είναι η σειρά του αναγνώστη να ακούει παθητικά. Μπορούμε μάλλον να πούμε ότι η δραστηριότητα εκείνου που διαβάζει σιωπηλά δεν βιώνε- ται ως μια προσπάθεια αναγνώρισης σημείων· είναι μια δραστηριότητα που η ίδια αγνοεί τον εαυτό της ως δραστηριότητας (ακριβώς όπως η ερμηνευτική δραστηριότητα που επιτελείται από το «αυτί», όταν αυτό ακούει μια σημαίνουσα ακολουθία ήχων, είναι μια δραστηριότητα που αυτοαγνοείται ως ενεργητική πράξη – φαίνεται να είναι περισσότερο μια παθητική αποδο- χή). Η «αναγνώριση» από αυτόν του νοήματος είναι άμεση και δεν προηγείται αυτής μια αδιευ- κρίνιστη στιγμή. Ο αναγνώστης που διαβάζει με το μυαλό του δεν καλείται να ενεργοποιήσει ή να επανενεργοποιήσει το γραπτό με τη διαμεσολάβηση της φωνής του. Η γραφή τού φαίνεται απλώς σαν μια ομιλία. Προσλαμβάνει ακουστικά μια γραφή – ακριβώς όπως ο θεατής στο θέα- τρο προσλαμβάνει ακουστικά τη φωνητική γραφή των ηθοποιών. Το γραπτό που «αναγνωρίζε- ται» με οπτικό τρόπο φαίνεται να είναι εξίσου αυτόνομο όσο μια θεατρική παράσταση. Τα γράμματα διαβάζονται –ή μάλλον εκφωνούνται– από μόνα τους. Ο «σιωπηλός» αναγνώστης δεν καλείται να παρέμβει στη σκηνή της γραφής, αφού τα γράμματα, ικανά να «μιλήσουν», μπορούν να μείνουν χωρίς τη διαμεσολάβηση της φωνής του. Διαθέτουν ήδη φωνή. Είναι απλώς ευθύνη του αναγνώστη να την «ακούσει» – εντός του ίδιου του εαυτού του. Η φωνή που αναγιγνώσκει δρα εσωτερικά. Αν η «παθητικότητα» του αναγνώστη είναι διάδοχος της παθητικότητας του θεατή του θεά- τρου, πόσο πίσω στο χρόνο μπορεί κανείς να ελπίζει πως θα την ακολουθήσει; Οι αναλύσεις του George Thomson σχετικά με το ρήμα υποκρίνεσθαι (παίζω ένα ρόλο) 60 μπορούν να μας βοηθή- σουν να αποσαφηνίσουμε την αποφασιστική στιγμή που εγκαθίσταται η παθητικότητα. Όπως επισημαίνει ο Thomson, στα ομηρικά ποιήματα το υποκρίνεσθαι σημαίνει δύο τελείως διαφο- ρετικά πράγματα: «αποκρίνομαι, δίνω απάντηση» και «ερμηνεύω» (έναν οιωνό ή ένα όνειρο). Αντίθετα με άλλους επιστήμονες, που προσπάθησαν να επιλέξουν τη μία από τις δύο αυτές ση- μασίες προκειμένου να εξηγήσουν την προέλευση της λέξης υποκριτές (= ηθοποιοί), ο Thomson αναρωτιέται για ποιο λόγο καλύπτονται και οι δύο με μία μόνο λέξη, όπως σε ένα απόσπασμα από την Οδύσσεια όπου ο Πεισίστρατος λέει στον Μενέλαο: «Εξήγησε [...] αν ήταν για εμάς ή μόνο για σένα που κάποιος θεός εμφάνισε αυτό τον οιωνό». Ο Όμηρος συνεχίζει: «Στα λόγια αυτά ο Μενέλαος [...] στοχάστηκε προκειμένου να απαντήσει ( υποκρίναιτο ) όπως άρμοζε» 61 . Θα μπορούσε να ερμηνευτεί επίσης: «προκειμένου να δώσει την ερμηνεία που άρμοζε». Η λύση [ 72 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 60. G. Thomson, Aeschylus and Athens , 2η έκδ., Λονδίνο 1950, σσ. 181-183. 61. Ομήρου Οδύσσεια , 15, 167-170.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=