Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

συγχρόνως τη συνεχή γραφή τους. Κατά τη γνώμη του Knox, η συχνή εντρύφηση σε πολλά κείμενα κατέστησε δυνατή τη σιωπηλή ανάγνωση στην αρχαιότητα: σιωπηλή και άρα γρήγο- ρη. Τον 5 ο αιώνα ένας ιστορικός σαν τον Ηρόδοτο θα κατάφερνε προφανώς να εγκαταλείψει τη μεγαλόφωνη ανάγνωση στη διάρκεια της δουλειάς του, και ήδη στο δεύτερο μισό του 6 ου αιώνα όσοι ασχολήθηκαν, ακολουθώντας έναν φιλολογικό κατά κάποιο τρόπο σκοπό, με τα ομηρικά κείμενα την εποχή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα –όπως φαίνεται να έκανε ο ποιητής Σιμωνίδης– είχαν αναμφίβολα την ευκαιρία να αναπτύξουν αυτή την τεχνική – τε- χνική την οποία εννοείται πως εφάρμοζε μια μειονότητα, μια σημαντική, ωστόσο, μειονότη- τα στην οποία περιλαμβάνονταν ασφαλώς οι δραματικοί ποιητές. Μόνο η εισαγωγή των μεσοδιαστημάτων δεν ήταν αρκετή για να γενικευτεί η σιωπηλή ανάγνωση το Μεσαίωνα. Χρειάστηκε κάτι περισσότερο από μια τέτοια τεχνική καινοτομία, που είχε επιτευχθεί ήδη από τον 7 ο μ.Χ. αιώνα. Αυτό που τελικά επέβαλε την ανακάλυψη και την αξιοποίηση σε μεγαλύτερη κλίμακα των πλεονεκτημάτων της σιωπηλής ανάγνωσης ήταν οι απαιτήσεις της σχολαστικής επιστήμης – ταχύτητα και καλύτερη κατανόηση. Γιατί στην ουσία μόνο στους κόλπους της σχολαστικής επιστήμης μπόρεσε να «ευδοκιμήσει» η ανάγνω- ση αυτή – που ταυτόχρονα παρέμενε ουσιαστικά άγνωστη στην υπόλοιπη μεσαιωνική κοινω- νία 57 . Παρομοίως, θα πρόσθετα εγώ, μόνο η συχνή εντρύφηση σε πολλά κείμενα δεν είναι επαρκής λόγος για να «ευδοκιμήσει» η σιωπηλή ανάγνωση στη διάρκεια του 5 ου π.Χ. αιώνα σε ορισμένους κοινωνικούς κύκλους της αρχαίας Ελλάδας. Η εκτεταμένη ανάγνωση εμφανί- ζεται μάλλον ως αποτέλεσμα μιας ποιοτικής καινοτομίας που σημείωσε η στάση του κοινού απέναντι στο γραπτό κείμενο· ως αποτέλεσμα ενός ολόκληρου πνευματικού πλαισίου, καινο- τόμου και ισχυρού, ικανού να αναδομήσει τις κατηγορίες της παραδοσιακής ανάγνωσης. Η σιωπηλή ανάγνωση δεν θα μπορούσε να καθοριστεί μόνο από τον ποσοτικό παράγοντα. Στην πραγματικότητα, και ο ίδιος ο Knox παραπέμπει αποκλειστικά στους μετακλασικούς συγ- γραφείς –για παράδειγμα, στον εξαιρετικό λόγιο, τον Δίδυμο τον Αλεξανδρέα, συγγραφέα χιλιάδων βιβλίων– όταν θέλει να αναφερθεί στα απειράριθμα αναγνώσματα των αρχαίων. Θα μπορούσε όμως, αντίθετα, να καθοριστεί από τη θεατρική εμπειρία. Το θεατρικό πρότυπο Ποια είναι τα διακριτικά χαρακτηριστικά της θεατρικής παράστασης που είναι αρκετά ξεκά- θαρα και αρκετά πρωτότυπα ώστε να καθορίσουν την καινοτόμο πρακτική της σιωπηλής ανά- γνωσης; Στο μυαλό έρχεται φυσικά, κατ’ αρχάς, ο αρκετά φανερός διαχωρισμός σκηνής και κοινού. Ο διαχωρισμός αυτός καθορίζει το πλασματικό παιχνίδι που εκτυλίσσεται πάνω στη σκηνή και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την ίδια την πρωτοτυπία του θεάτρου, αφού το κοινό δεν μπορεί να παρέμβει σε αυτό το παιχνίδι. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να μεταδώσει σε κά- ποιο ήρωα πάνω στη σκηνή όσα ο ίδιος γνωρίζει ήδη για τη μοίρα του. Δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία των γεγονότων εξηγώντας στους ήρωες τι πρέπει να κάνουν. Πρέπει να τους κοιτάζει [ 70 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 57. Saenger, ό.π. , σσ. 378-380· 383-384· 405.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=