Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

Το δεύτερο κείμενο του Knox είναι ένα απόσπασμα από τους Ιππείς του Αριστοφάνη, που ανάγεται στο 424 π.Χ. Πρόκειται για την ανάγνωση ενός γραπτού χρησμού που ο Νικίας έχει καταφέρει να κλέψει από τον Παφλαγόνα. «Φέρε τό μου να το διαβάσω» λέει ο Δημοσθένης στον Νικία, ο οποίος του βάζει το πρώτο ποτήρι κρασί και ρωτάει: «Τι λέει ο χρησμός;». Τότε ο Δημοσθένης, απορροφημένος από την ανάγνωσή του, του απαντάει: «Βάλε μου άλλο ένα ποτήρι! – Λέει πράγματι “Βάλε μου άλλο ένα ποτήρι;”» ρωτάει τότε ο Νικίας, νομίζοντας πως ο Δημοσθένης διαβάζει μεγαλόφωνα. Το αστείο αυτό επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται στους παρακάτω στίχους, έως ότου ο Δημοσθένης αποκαλύπτει στον Νικία: «Μέσα σε αυτό λέγεται με ποιο τρόπο ο Παφλαγών θα βρει μόνος του το θάνατο» 55 . Στη συνέχεια δίνει μια περίληψη του χρησμού. Δεν τον διαβάζει, αφού το έχει ήδη κάνει – σιωπηλά. Επομένως το απόσπασμα αυτό μας εμφανίζει έναν αναγνώστη που συνηθίζει να διαβάζει με το μυαλό του –και μάλιστα μπορεί να ζητάει να πιει ενώ διαβάζει!– δίπλα σ’ έναν ακροατή που δεν φαίνε- ται διόλου συνηθισμένος με αυτή την πρακτική, παρά εκλαμβάνει τα λόγια που λέγονται από τον αναγνώστη ως λόγια που διαβάζονται, κάτι που στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Η σκηνή από τους Ιππείς είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, τουλάχιστον σε πρώτη όψη, γιατί δείχνει ότι η πρακτική της σιωπηλής ανάγνωσης δεν ήταν κάτι που το 424 π.Χ. το γνώριζε όλος ο κόσμος (ο Πλάτων είναι πέντε χρονών εκείνη την εποχή), παρότι υποτίθεται πως το κοινό της κωμωδίας το γνώριζε. Είναι μια πρακτική που αποτελεί προνόμιο ενός περιορισμένου αριθμού αναγνωστών και αναμφίβολα άγνωστη σε πολλούς Έλληνες, και κυρίως, θα σκεφτόταν κανείς, στους αναλφάβητους που γνωρίζουν τη γραφή μόνο «εξωτερικά». Εκτός των άλλων, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα δύο προαναφερθέντα τεκμήρια είναι αθηναϊκής προέλευσης, γιατί σε μέ- ρη όπως η Σπάρτη, όπου προσπαθούσαν να περιορίσουν την εκμάθηση των γραμμάτων στα «απολύτως αναγκαία», η σιωπηλή ανάγνωση πρέπει να ήταν πιθανότατα ακόμα λιγότερο γνω- στή, που σημαίνει ότι εφαρμοζόταν ακόμα λιγότερο. Για τον αναγνώστη που διαβάζει λίγο και σποραδικά, το αργό και συλλαβιστό διάβασμα του γραπτού κειμένου δεν μπορούσε να οδηγή- σει στην εσωτερίκευση της φωνής, γιατί η φωνή αποτελεί το όργανο με το οποίο η γραφιστική παράθεση των χαρακτήρων αναγνωρίζεται ως γλώσσα. Όπως είδαμε, η απουσία μεσοδιαστη- μάτων δεν βοηθά τη μεταφορά του γραπτού κειμένου σε ήχο. Και αν αυτή η μεταφορά σε ήχο αποτελεί μια αξία καθαυτή, για ποιο λόγο να υπάρξει η ανάγκη να εγκαταλειφθεί η συνεχής γραφή, αυτό το τεχνικό εμπόδιο στην ανάπτυξη της σιωπηλής ανάγνωσης; Γιατί βέβαια η απουσία μεσοδιαστημάτων ήταν, και παρέμεινε, εμπόδιο στη σιωπηλή ανάγνωση. Όχι όμως ανυπέρβλητο εμπόδιο, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί με βάση τη με- σαιωνική εμπειρία, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Paul Saenger, ο διαχωρισμός των λέξεων υπήρξε αναγκαίος όρος για τη διάδοση της σιωπηλής ανάγνωσης – αυτής που εφάρμοζαν οι μοναχοί όταν αντέγραφαν σιωπηλά τα κείμενα 56 . Γιατί, όπως μόλις τώρα διαπιστώσαμε, οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται να γνωρίζουν πώς να διαβάζουν σιωπηλά, αν και διατηρούν ∏ ∞ƒ à ∞ ´ ∫∏ ∫ ∞ π ∫ §∞ ™ π ∫∏ ∂ §§∞¢∞ [ 69 ] 55. Αριστοφάνης, Ιππείς , 118-127. 56. P. Saenger, «Silent Reading. Its Impact on Late Medieval Script and Society», Viator , 13, 1982, σ. 378.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=