Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

δεκάτης) 46 . Το μικρό αρχαϊκό άγαλμα που φέρει αυτό το επίγραμμα είναι ένα «ομιλούν αντικεί- μενο» εξαιτίας της χρήσης του, όχι εξαιτίας του πρώτου προσώπου «εγώ», αλλά εξαιτίας του ρήματος που δηλώνει «αποκρίνομαι» – εννοώντας, φυσικά, προφορικά. Υψώνει τη «φωνή» του, τη μεταφορικά εννοούμενη φωνή του. Στην αρχαϊκή εποχή η μεταφορά αυτή είναι σπανιότατη και, για να είμαστε ειλικρινείς, το προαναφερθέν επίγραμμα, που ανάγεται στον 6 ο αιώνα, αποτελεί το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμά μας. Μολονότι ένα τέτοιο επίγραμμα από πολύ παλιά κατατάσσεται στα «ομιλού- ντα αντικείμενα» με την έννοια του Burzachechi, και ο μοναδικός χαρακτήρας του κινδυνεύει, εντούτοις, να περάσει απαρατήρητος, καθώς τι θα μπορούσε να προσθέσει η μεταφορικά εν- νοούμενη φωνή σε ένα αντικείμενο που ήδη υποτίθεται πως μιλάει; Ας αποδώσουμε εδώ την πλήρη σημασία της σε αυτή τη μεταφορά, που, στην πραγματικότητα, είναι τόσο σημαντική που μας καλεί να τη μελετήσουμε ταυτόχρονα σφαιρικά αλλά και λεπτομερειακά, καθώς η λο- γική την οποία εφαρμόζει φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με όλα όσα υποστηρίχθηκαν ως τώρα για την ανάγνωση στην αρχαία Ελλάδα. Ακριβέστερα μάλιστα, σ’ έναν πολιτισμό όπου ο αναγνώστης παραχωρεί τη φωνή του στο γραπτό κείμενο έτσι ώστε αυτό να φτάσει στην πλή- ρη υλοποίησή του, την ηχητική, η μεταφορική φωνή, η σχετιζόμενη με το ενεπίγραφο αντικεί- μενο που τη χρησιμοποιεί, δείχνει παράδοξα περιττή. Για να μην πούμε ότι μάλλον αυτή καθι- στά τη φωνή του αναγνώστη περιττή: ήδη πριν από κάθε ηχητική υλοποίηση, το «ομιλούν» αντικείμενο διαθέτει μια «φωνή», τη δική του μεταφορική φωνή, με την οποία διακρίνεται από τα άλλα ενεπίγραφα αντικείμενα. Αυτό σημαίνει ότι το «ομιλούν» αντικείμενο διαθέτει μια φωνή ακόμα όταν δεν το διαβάζει φωναχτά ο αναγνώστης. Όλα δείχνουν πράγματι σαν ο Άνδρων, ο γιος του Αντιφάνους, να μπορούσε ακόμα και να μην χρησιμοποιήσει τη φωνή του αναγνώστη και να υψώσει τη δική του, τη μεταφορική φωνή. Γίνεται επομένως κατανοητό γιατί κρίναμε απαραίτητο να επιμείνουμε στην έννοια του «ομιλούντος αντικειμένου» προσδίδοντάς της ένα νέο ορισμό: το αντικείμενο, που χρησιμο- ποιεί μια μεταφορικά εννοούμενη φωνή για να υποδείξει τη δική του γραπτή αναγγελία («αποκρίνομαι»), μας επιτρέπει στην πραγματικότητα να φανταστούμε πως θα μπορούσε πι- θανόν να υπάρξει μια άγνωστη μορφή ανάγνωσης, μια μορφή ανάγνωσης τελείως αντίθετη από εκείνη που αποτέλεσε ως τώρα το κέντρο των προβληματισμών μας – καθότι η λογική που εκφράζει το επίγραμμα του Άνδρωνος δεν φαίνεται πια σύμφωνη με την παραδοσιακή ανά- γνωση. Η εξέταση αυτή μας βοήθησε να αντιληφθούμε τον σχεδόν απροσδόκητο χαρακτήρα της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, με άλλα λόγια, της σιωπηλής ανάγνωσης. Η παραδοξότητα αυ- τής της ανάγνωσης είναι κατά κάποιο τρόπο διπλή: είναι παράδοξη σε σχέση με τη μεγαλόφω- νη ανάγνωση, που ήταν αναμφίβολα η κυρίαρχη μορφή ανάγνωσης στην αρχαιότητα, αλλά και σε σχέση με τη σύγχρονη έρευνα, που παρέμεινε εν γένει πολύ διστακτική μπροστά στο εν- δεχόμενο να υπήρξε μια μη προφορική ανάγνωση στην αρχαία Ελλάδα 47 . Αφού για τους αρ- [ 66 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 46. M. Lazzarini, Le formule delle dediche nella Grecia arcaica (Atti della Accademia nazionale dei Lincei. Memorie. Classe di scienze morali, storiche e filologiche, 8e série, XIX, 2), Ρώμη 1976, no 658. 47. Βλ. το κλασικό άρθρο του J. Balogh, «Voces paginarum», Philologus , 82, 1927, σσ. 84-109 και 202-240. Κριτική στο κεί- μενο του B.M.W. Knox, «Silent Reading in Antiquity», Greek , Roman and Byzantine Studies , 9, 1968, σσ. 421-435.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=