Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

να ερμηνεύσει την παράδοξη επιλογή της αυτοαναφοράς, σε πρώτο πρόσωπο, για το ενε- πίγραφο αντικείμενο 45 . Ανιμιστική ερμηνεία αφού, σύμφωνα με τον Burzachechi, η απόδοση ψυχής και φωνής στα αντικείμενα φαίνεται πως είναι χαρακτηριστικό των πρωτόγονων πολιτι- σμών και πως μόνο από το δεύτερο μισό του 6 ου π.Χ. αιώνα «αρχίζει να σημειώνεται ένας ορθο- λογισμός ως προς τα αγάλματα, τα οποία χάνουν την παλιά αύρα που τους προσέδινε η μα- γεία». Η βασική αρχή όμως αυτής της κατηγοριοποίησης εντοπίζεται σε άλλο επίπεδο: έγκειται στη σχέση που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στη φωνή και το πρώτο πρόσωπο που υποδεικνύει το ενεπίγραφο αντικείμενο (μοναδικό κριτήριο επιλογής του corpus/σώματος). Υποδηλώνοντας τον εαυτό τους με το «εγώ» ή καμιά φορά με το «εμείς», τα αντικείμενα αυτά υποτίθεται πως «μιλούν». Θεωρείται πως το αντικείμενο είναι προικισμένο με «ομιλία», για τον αποκλειστικό λόγο ότι όταν αναφέρεται στον εαυτό του μιλάει σε πρώτο ενικό πρόσωπο λέγοντας «εγώ». Είναι αλήθεια ότι ο σύνδεσμος του πρώτου προσώπου με τη φωνή μπορεί να δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι το προφανές. Αν ωστόσο θελήσουμε να το θέσουμε σε αμ- φιβολία αρκεί η ακόλουθη παρατήρηση: αν η φωνή αποτελούσε απαραίτητο συστατικό του πρώτου προσώπου, ένας μουγκός δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως δικαιούται να έχει ένα «εγώ». Κάτι τελείως παράλογο, που μας υποχρεώνει να αναιρέσουμε αυτόν το σύνδεσμο, αν δεν θέλουμε να παραμείνουμε δέσμιοι μιας μεταφυσικής θεωρίας περί φωνής. Το πρώτο πρόσωπο δεν έχει περισσότερη φωνή –ή περισσότερη εσωτερικότητα– από όση το τρίτο. Αυ- τό καθαυτό δεν διαθέτει κανενός είδους φωνή. Από την άλλη, ωστόσο, το πρώτο πρόσωπο προσδιορίζει το αναφερόμενό του, είτε αυτό είναι ανθρώπινο ον είτε αντικείμενο. Η επιλογή του πρώτου προσώπου για να δηλωθεί το ενεπίγραφο αντικείμενο δεν αποτελεί τόσο ένδειξη ενός ανιμισμού όσο μια πρωτότυπη σκηνοθετημένη τοποθέτηση του ίδιου του αντικειμένου, που δηλώνει «παρών» («εγώ») μπροστά στον αναγνώστη («εσύ) εν απουσία του γραφέα («αυτός/ή»). Μαρτυράει ταυτόχρονα –αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία– πόσο λίγη ψυχο- λογική σημασία απέδιδαν οι Έλληνες της αρχαϊκής εποχής στο «εγώ». Αν για τους λόγους αυτούς ο όρος «ομιλούν αντικείμενο» πρέπει να αποφεύγεται με την τρέχουσα σημασία του, θα μπορούσε, αντίθετα, να ταιριάσει στην εντέλεια στο ενεπίγραφο αντικείμενο που ιδιοποιείται τη φωνή του αναγνώστη. Γιατί, σε έναν πολιτισμό στον οποίο συνηθίζεται η μεγαλόφωνη ανάγνωση, κάθε ενεπίγραφο αντικείμενο είναι κατ’ ανάγκη ένα «ομιλούν αντικείμενο», ανεξαρτήτως της δομής που έχει η διατύπωσή του, αρκεί προφανώς να βρει κάποιον αναγνώστη. Όταν ο όρος χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί εύκολα, αν δεν είχε ήδη καταλάβει το πεδίο η άλλη έκφραση: «ενεπίγραφο αντικείμενο». Φαίνεται συνεπώς πιο συνετό να τον περιορίσει κανείς μόνο στα αντικείμενα που χρησιμοποιούν για λογαριασμό τους τη μεταφορά της φωνής, όπως στην περίπτωση αυ- τού του επιγράμματος, στο οποίο θα επανέλθουμε εκτενέστερα: «Πάσιν ισ’ ανθρώποις υπο- κρίνομαι όστις ερωτά ως μ’ ανέθηκεν Άνδρων Αντιφάνους δεκάτην» (Σε κάθε άνθρωπο που ερωτά αποκρίνομαι το ίδιο, ότι με αφιέρωσε ο Άνδρων υιός του Αντιφάνους, ως φόρον ∏ ∞ƒ à ∞ ´ ∫∏ ∫ ∞ π ∫ §∞ ™ π ∫∏ ∂ §§∞¢∞ [ 65 ] 45. M. Burzachechi, «Oggetti parlanti nelle epigrafi greche», Epigraphica , 24, 1962, σσ. 3-54.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=