Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο, όπως γινόταν δηλαδή στις πολύ παλιές αρχαιοελληνικές επιγραφές του 8 ου π.Χ. αιώνα. Ο αναγνώστης του αναφερόμενου επιγράμματος χρησιμοποιεί ένα «εγώ» που δεν ανήκει στο πρόσωπο που εκφράζεται με το δικό του στόμα. Αυτό το «εγώ» είναι άκαμπτο, οπότε δεν μπορεί να το τροποποιήσει λέγοντας: «Διατείνεται πως εί- ναι ο τάφος του Γλαύκου», γιατί κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ανάγνωση. Το επίγραμμα πρέπει, αντίθετα, να εκφωνηθεί ακριβώς όπως είναι. Ο αναγνώστης το πράττει επειδή βρίσκεται πράγματι στην υπηρεσία του γραπτού κειμένου, στο οποίο παραχώρησε τα φωνητικά όργα- να, το σώμα και τη φωνή του. Ο αναγνώστης ανήκει πια στο γραπτό κείμενο. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει αντίφαση καθότι, σύμφωνα με το συλλογισμό που προβάλλεται εδώ, η φωνή που λέει «εγώ» ανήκει στο γραπτό κείμενο, αποτελεί ένα σώμα με αυτό, συνενώνεται με αυτό όσο διαρκεί η ανάγνωση. Δεν υπάρχει αντίφαση, υπάρχει όμως ασφαλώς μια μορφή βίας, ενά- ντια στην οποία το μοναδικό όπλο είναι ένα: η άρνηση της ανάγνωσης. Η χρήση όμως του πρώτου προσώπου το οποίο αποδίδεται στο ενεπίγραφο αντικείμενο εί- ναι τόσο απροσδόκητη αλλά ταυτόχρονα και τόσο συνηθισμένη στα αρχαιοελληνικά επιγράμ- ματα ώστε επιβάλλει βαθύτερη μελέτη. Διότι μπορεί μεν να χαρακτηρίζει την υποδούλωση του αναγνώστη στο γραπτό κείμενο, αλλά η σημασία του δεν εξαντλείται εντούτοις μόνο σε αυτό. Αποκαλύπτει στην πραγματικότητα έναν μοναδικό τρόπο, κοινό σε έναν ολόκληρο πολιτισμό, με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η σχέση ανάμεσα στο χαράκτη του επιγράμματος, την ενεπίγρα- φη πλάκα και τον αναγνώστη. Αυτός ο τρόπος σκέψης συνοψίζεται ως εξής: υπάρχει μια αυτοα- ναφορά του ενεπίγραφου αντικειμένου σε πρώτο πρόσωπο, ενώ η αναφορά στο χαράκτη γίνε- ται σε τρίτο πρόσωπο (πράγματι μόνο μετά το 550 π.Χ. αρχίζουμε να έχουμε αντικείμενα που αναφέρονται ρητά στον εαυτό τους σε τρίτο πρόσωπο, σαν να θέλουν να καλύψουν τη βία –για- τί για πραγματική βία πρόκειται– που δηλώνεται με το «εγώ»). Ως παράδειγμα μπορεί να ανα- φερθεί ένας αμφορέας του 6 ου αιώνα: «ΟΚλείμαχος με δημιούργησε και ανήκω σε αυτόν ( εκεί- νου ειμί )» 44 . Τη στιγμή της ανάγνωσης ο Κλείμαχος δεν βρίσκεται πια εδώ, είναι απών, και αυ- τό εκφράζεται με ακρίβεια από τη δεικτική αντωνυμία εκείνος ( εκεί-νος είναι δεικτική αντωνυ- μία για το τρίτο πρόσωπο, που δείχνει ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν βρίσκεται «εδώ» αλλά «εκεί», δηλαδή «πέραν του χώρου τούτου»). Αντιθέτως, ο αμφορέας θα βρίσκεται εδώ: κανέ- νας άλλος δεν μπορεί να διεκδικήσει το «εγώ» του επιγράμματος καλύτερα από αυτόν. Ο Κλεί- μαχος δεν είναι σε θέση να το κάνει. Γράφει πάνω στον αμφορέα του γιατί προβλέπει την απου- σία του στο προσεχές μέλλον (στην αντίθετη περίπτωση δεν θα χρειαζόταν να το γράψει). Αυ- τοδηλώνεται ως απών διά του γεγονότος ότι ο ίδιος υποτίθεται ότι γράφει το επίγραμμα. Τα υπόλοιπα θα διαδραματιστούν ανάμεσα στον αμφορέα που φέρει το επίγραμμα και τον ανα- γνώστη, τοποθετημένους ο ένας απέναντι στον άλλο, ως «εγώ» και «εσύ». Εξαιτίας των πρωτοπρόσωπων επιγραμμάτων τους, τόσο η επιτύμβιος στήλη του Γλαύκου όσο και ο αμφορέας του Κλειμάχου υπάγονται σε μια κατηγορία αντικειμένων τα οποία οι μελε- τητές χαρακτηρίζουν από χρόνια με τον όρο «ομιλούντα αντικείμενα». Ο Mario Burzachechi, συγγραφέας ενός κλασικού πια άρθρου αφιερωμένου σε αυτά τα αντικείμενα (1962), επιχείρησε [ 64 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 44. M. Guarducci, Epigrafia greca , III, Ρώμη 1975, σ. 482.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=