Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο

ότι το κείμενο αποτελείται από ένα γραπτό στημόνι και ένα φωνητικό υφάδι, που συνυφαίνο- νται κατά την ανάγνωση και αποσυνδέονται μετά από αυτήν. Σύμφωνα με αυτή την αντίλη- ψη, που νομίζω ότι συμπίπτει με την αρχαία εμπειρία της ανάγνωσης, το κείμενο δεν είναι ένα στατικό αντικείμενο αλλά η ονομασία της δυναμικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο γραπτό κείμενο και τη φωνή, ανάμεσα στο γραφέα και τον αναγνώστη. Το κείμενο απο- βαίνει έτσι η ηχητική υλοποίηση του γραπτού, αυτού του γραπτού που δεν θα μπορούσε να διαδοθεί ή να ειπωθεί δίχως τη φωνή του αναγνώστη. Επειδή όμως το γραπτό είναι ανολοκλήρωτο δίχως τη φωνή, αυτό σημαίνει επίσης ότι πρέπει να ιδιοποιηθεί μια φωνή προκειμένου να ολοκληρωθεί. Όπως είδαμε, ο γραφέας υπο- λογίζει στην άφιξη ενός αναγνώστη πρόθυμου να θέσει τη φωνή του στην υπηρεσία του γρα- πτού κειμένου, έτσι ώστε να μεταδώσει το περιεχόμενό του στους περαστικούς, στους «ακροατάς» του κειμένου. Υπολογίζει στον αναγνώστη που θα υποταχθεί στον καταναγκα- σμό του γράμματος. Αναγιγνώσκω σημαίνει συνεπώς θέτω τη φωνή μου στην υπηρεσία του γραπτού (σε τελική κατάληξη, του γραφέα). Σημαίνει παραχωρώ τη φωνή μου για όσο διαρ- κεί μια ανάγνωση: φωνή την οποία το γραπτό μετατρέπει πάραυτα σε δική του, κάτι που ση- μαίνει ότι η φωνή δεν ανήκει στον αναγνώστη όσο διαρκεί η ανάγνωση. Ο αναγνώστης την έχει παραχωρήσει. Η φωνή του υποτάσσεται στο γραπτό, συνενώνεται με αυτό. Συνεπώς, όταν ένα κείμενο αναγιγνώσκεται σημαίνει ότι ασκεί μια εξουσία πάνω στο σώμα του ανα- γνώστη, ακόμα κι αν μεσολαβεί μεγάλη χωροχρονική απόσταση. Ο γραφέας που επιτυγχάνει να τον διαβάσουν επενεργεί στο φωνητικό σύστημα κάποιου άλλου, τον οποίο χρησιμοποιεί, ακόμα και μετά το θάνατό του, ως instrumentum vocale [φωνητικό όργανο], δηλαδή ως κάτι ή ως κάποιον που βρίσκεται στην υπηρεσία του, ως δούλο δηλαδή. Σε έναν πολιτισμό όπου η μη υποταγή σε καταναγκασμούς θεωρείται στοιχείο που διαμορ- φώνει τον πολίτη, μια τέτοια αντίληψη περί ανάγνωσης μοιραία θα γεννήσει προβλήματα. Ο πο- λίτης, για να δικαιούται να συμμετάσχει στη ζωή της πολιτείας, πρέπει να είναι ελεύθερος, «ελεύ- θερος από καταναγκασμούς». Πράγματι, ο Αθηναίος που εκπορνεύεται, και επομένως πουλά την αυτονομία του, δεν επιτρέπεται να πάρει το λόγο στη Βουλή ή στην Εκκλησία του Δήμου. Αν το κάνει, καταδικάζεται σε θάνατο, σύμφωνα με όσα πληροφορούμαστε από τα κείμενα του ρή- τορα Αισχίνη 38 . Όπως πoλύ σωστά υποστήριξε οMichel Foucault, η αντίληψη αυτή για τον πολί- τη έρχεται κυρίως σε σύγκρουση με την παιδεραστία, εφόσον αυτή καθορίζει τους δύο εραστές με όρους κυριαρχίας και υποταγής: το αγόρι, ο μελλοντικός πολίτης, υποτάσσεται στην απόλαυ- ση του ενήλικου συντρόφου του 39 . Αυτό ενέχει τον κίνδυνο της ηθικής απαξίωσής του, αν δεν επιδείξει αυτοσυγκράτηση αποφεύγοντας να ταυτιστεί με το ρόλο του. Αν συνεπώς το αγόρι εν- δίδει στον εραστή του, δεν πρέπει να το κάνει για δική του, προσωπική απόλαυση αλλά για την απόλαυση του συντρόφου του. Δεν πρέπει να ταυτιστεί με το ρόλο του ως οργάνου, καθώς ο ρό- λος του, σε σχέση με τον παιδεραστή, είναι ο ρόλος ενός οργάνου, στον ίδιο βαθμό με το ρόλο του [ 62 ] π ™ Δ √ƒ π ∞ Δ ∏ ™ ∞¡∞ ° ¡ø ™ ∏ ™ ™ Δ √¡ ¢ À Δ π ∫√ ∫√ ™ª√ 38. Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου , με σχόλια του K.J. Dover, Homosexualité grecque , γαλλ. μτφρ. Παρίσι 1982, σ. 42. 39. M. Foucault, Histoire de la sexualité , II: L’Usage des plaisirs , Παρίσι 1982, σσ. 205-269 [ελλ. έκδ.: Ιστορία της σε- ξουαλικότητας , 2ος τόμ.: Η χρήση των απολαύσεων , μτφρ. Γ. Κωνσταντινίδης, Ράππας, Αθήνα 1989].

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=