Η ιστορία ενός έρωτα

Ν Ι Κ Ο Λ Κ Ρ Α Ο Υ Σ 14 να κάνω μιαν ευχή. Με συγκρατούν μόνο κάποια ξεθυμάσματα ευπρέπειας. Ν’ αρχίσω μήπως απ’ το μπόι σου, που είναι πολύ μικρό; – τις καλές μέρες, μόλις που φτάνεις το στέρνο μου. Ή ν’ αρχίσω απ’ τα ματογυάλια που τα ξετρύπωσες σ’ ένα κουτί και τα διεκδίκησες για δικά σου – στρογγυλά πιατάκια που κάνουν τα μάτια σου να φαντάζουν ορθάνοιχτα, λες κι ακούς σεισμό 4,5 της κλίμακας Ρίχτερ; Είναι γυναικεία γυαλιά, Μπρούνο ! Ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να σ’ το πω. Πολλές φορές, προσπάθησα. Και κάτι άλλο. Όταν ήμασταν παιδιά, ο μεγάλος συγγραφέας ήσουν εσύ. Τότε ήμουν πολύ περήφανος για να σ’ το πω. Και όμως, το ήξερα. Πίστεψέ με, το ήξερα τότε, όπως το ξέρω και τώρα. Με πονάει που σκέφτομαι ότι δεν σ’ το είπα ποτέ, αλλά και να σκέφτομαι τι θα μπορούσες να γίνεις. Συγχώρα με, Μπρούνο . Παλιέ μου φίλε. Καλέ μου φίλε, καρδιακέ. Σε αδίκη- σα. Μου στάθηκες τόσο καλή συντροφιά στα στερνά μου. Εσύ, ιδιαίτερα εσύ, που πάντα έβρισκες για όλα κάτι να πεις. Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, βρήκα τον Μπρούνο να κείτε- ται καταμεσής του καθιστικού, δίπλα σ’ ένα άδειο μπουκάλι από χάπια. Είχε μπαφιάσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί για πάντα. Κολλημένο στο στήθος του, ένα σημείωμα με τρεις λέ- ξεις: Αντίο, αγάπες μου . Ξεφώνισα. Όχι, Μπρούνο, όχι , όχι , όχι , όχι , όχι , όχι , όχι! Του έδωσα κάμποσα χαστούκια. Επιτέλους, πετάρι- σαν τα βλέφαρά του. Το βλέμμα του, απλανές και θαμπό. Ξύπνα, χαζέ! φώναξα. Ακούς τι σου λέω: Πρέπει να ξυπνήσεις αμέσως! Τα μάτια του ξανάκλεισαν. Κάλεσα τις Πρώτες Βοήθειες. Γέμισα μια λε- κάνη με κρύο νερό και τον έλουσα. Έβαλα το αυτί μου στην καρ- διά του. Στο βάθος, από πολύ μακριά, ένα αόριστο θρόισμα. Ήρθε το ασθενοφόρο. Στο νοσοκομείο, του έκαναν πλύση στο- μάχου. Γιατί πήρες τόσα χάπια ; ρώτησε ο γιατρός. Ο Μπρούνο , άρ- ρωστος, εξουθενωμένος, σήκωσε τα μάτια του, ψυχρά. Εσείς για-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=