Η ιστορία ενός έρωτα

Ν Ι Κ Ο Λ Κ Ρ Α Ο Υ Σ 12 μαζί ένα μαγαζάκι, ώσπου αρρώστησε, αναγκάστηκαν να του χειρουργήσουν το συκώτι, ανέβασε σαράντα πυρετό και πέθανε· κι έτσι ανέλαβα εγώ. Έστελνα στη γυναίκα του τα μισά κέρδη, ακόμα κι όταν παντρεύτηκε κάποιο γιατρό και μετακόμισε στο Μπέι Σάιντ. Έμεινα στη δουλειά πάνω από πενήντα χρόνια. Δεν είναι ό,τι φανταζόμουν για τον εαυτό μου. Και όμως. Η αλήθεια είναι ότι κατέληξε να μ’ αρέσει. Έβαζα μέσα όσους κλειδώνο- νταν έξω, για άλλους, πάλι, άφηνα έξω όσα δεν έπρεπε να μπουν μέσα, για να μη στοιχειώνουν τα όνειρά τους. Έπειτα, μια μέρα, κοιτούσα απ’ το παράθυρο. Ίσως ατένι- ζα τον ουρανό. Κι έναν βλάκα να στήσεις μπροστά στο τζάμι, θα σου προκύψει Σπινόζα. Το απόγευμα πέρασε, έπεσε το σκοτάδι. Άπλωσα το χέρι στην αλυσίδα της λάμπας και, ξάφνου, θαρρείς και μου πάτησε την καρδιά ελέφαντας. Έπεσα στα γόνατα. Είπα με τον νου μου: Εντάξει, δεν θα ζούσα για πάντα . Ένα λεπτό πέρασε. Άλλο ένα. Άλλο ένα. Έτσι γονατιστός, σύρθηκα στο τηλέφωνο. Πέθανε κατά ένα τέταρτο ο καρδιακός μυς μου. Μου πήρε χρόνο να συνέλθω, και δεν ξαναδούλεψα. Ένας χρόνος πέρασε. Καταλάβαινα ότι ο καιρός κυλούσε, μόνο για να μη στέκεται. Χάζευα στο παράθυρο. Είδα το φθινόπωρο να γίνεται χειμώνας. Τον χειμώνα να γίνεται άνοιξη. Κάποιες μέρες, κατέβαινε ο Μπρούνο να καθίσει μαζί μου. Γνωριζόμασταν από παιδιά, πη- γαίναμε σχολείο μαζί. Ο Μπρούνο ήταν απ’ τους κολλητούς μου, με χοντρά γυαλιά, κοκκινωπά μαλλιά που αντιπαθούσε, και φω- νή που ράγιζε όταν τον έπιαναν οι ευαισθησίες του. Δεν ήξερα ότι ζούσε ακόμη, όταν μια μέρα, ενώ περπατούσα στην Ιστ Μπρόντγουεϊ, άκουσα τη φωνή του! Στράφηκα. Μου είχε γυρι- σμένη την πλάτη, έστεκε μπροστά στο μανάβικο και ρωτούσε πόσο έκανε κάποιο φρούτο. Είπα με τον νου μου: Παρακρούσεις έχεις, ονειροπαρμένε. Τι πιθανότητες υπάρχουν; Το φιλαράκι σου; Στάθη-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=