Ιστορία ενός οδοιπόρου: Στρατής Δούκας

18 ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ Να που κάθομαι κι εγώ μαζί σου και περιμένω, χωρίς κανένας να μας χρειάζεται. Τι θέλεις να μου πεις να με παρηγορήσεις; Όθε να ’ρθει και για μας μια μέρα ν’ ανοίξουμε διάπλατα τα σκοτεινά μας φτερά ν’ αντισταθούμε στους κεραυνούς στην καταιγίδα για να προστατέψουμε με περηφάνια εκείνους που τόσο μας καταφρόνεσαν. Φίλη της Μάρθας ήταν κάποια Φιλομήλα. Ήταν η εγγονή εκείνου του βουλευτή που είπε τον αμίμητο ορισμό για την πολιτική: «Κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει!» Με είχε γνωρίσει ο παππούς της και με είχε συμπαθήσει. Οπότε μια μέρα έρχεται στο σπίτι η Φιλομήλα. Μπήκε σαν σίφουνας και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της Μάρ- θας. Ήθελε να της διηγηθεί ένα κακό όνειρο που είδε στον ύπνο της για μένα.Με είχε δει άρρωστο.Μάλλον ήταν επη- ρεασμένη από ένα ποίημα που είχα γράψει για κείνη και της το είχα δώσει. Το ποίημα αυτό έλεγε: Με ταξίδευε στ’ αστέρια μιας νυχτιάς η σιγαλιά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=