Ο ιππότης των επτά βασιλείων

11 Ο ι ανοιξιάτικες βροχές είχαν μαλακώσει το χώμα κι έτσι ο Ντανκ δεν δυσκολεύτηκε να σκάψει τον τάφο. Διάλεξε ένα σημείο στη δυτική πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, γιατί ο γέρος αγαπούσε πολύ να βλέπει το ηλιοβασίλεμα. «Άλλη μια μέρα πάει» συνήθιζε να λέει αναστενάζοντας «και ποιος ξέρει τι θα μας ξημερώσει αύριο, ε, Ντανκ;». Λοιπόν, ένα ξημέρωμα είχε φέρει βροχή που τους μούσκε- ψε μέχρι το κόκαλο, η επόμενη μέρα ψυχρούς, υγρούς ανέμους κι η επομένη ένα κρύωμα. Την τέταρτη πια μέρα, ο γέρος ήταν πολύ αδύναμος για να ιππεύσει – και τώρα ήταν νεκρός. Μό- λις πριν λίγες μέρες ίππευαν μαζί κι εκείνος τραγουδούσε το παλιό τραγούδι, εκείνο για την όμορφη κόρη στο Γκάλταουν, μόνο που είχε αντικαταστήσει το Γκάλταουν με το Άσφορντ. Πάω στο Άσφορντ, την όμορφη κόρη να δω, χάι-χο, χάι-χο, σκέ- φτηκε γεμάτος θλίψη ο Ντανκ καθώς έσκαβε. Όταν έκρινε πως η τρύπα ήταν αρκετά βαθιά, πήρε το άψυχο κορμί του γέρου στην αγκαλιά του και το μετέφερε εκεί. Ήταν ένας μικρόσωμος και λεπτός άντρας – δίχως τον αλυ- σιδωτό θώρακα, την περικεφαλαία και τη ζώνη με το σπαθί, ζύγιζε όσο κι ένα σακί φύλλα. ΟΝτανκ ήταν θηριώδης για την ηλικία του, ένα άχαρο, μαλλιαρό, χοντροκόκαλο αγόρι δεκάξι ή δεκαεπτά ετών (κανείς δεν ήξερε με σιγουριά), με ύψος κοντά στα δύο μέτρα – κι ήταν ακόμη στην ανάπτυξη. Ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=