Ο ιεροκήρυκας

[ 13 ] αλλά η αϋπνία μιας ολόκληρης νύχτας δεν μπορούσε να βελτιώσει τη διάθεσή της. «Είναι φόνος. ΟΜέλμπεργ θέλει να είμαι κι εγώ εκεί. Θα πάει και αυτός». «Φόνος; Πού;» «Εδώ, στη Φιελμπάκα. Ένα αγοράκι βρήκε σήμερα το πρωί μια νεκρή γυναίκα στη Χαράδρα του Βασιλιά». Ο Πάτρικ ντύθηκε στα γρήγορα, κάτι που ήταν εύκολο, μια που στα μέσα του Ιουλίου χρειαζόταν μόνο ανάλαφρα καλοκαιρινά ρούχα. Πριν εξαφανιστεί τρέχοντας, έσκυψε στο κρεβάτι και φίλη­ σε την Ερίκα στην κοιλιά, κάπου σ’ εκείνη την περιοχή όπου θυμό­ ταν ότι κάποτε είχε έναν αφαλό. «Γεια σου, μωρό. Να είσαι καλό με τη μαμά τώρα· σύντομα θα επιστρέψω κι εγώ στο σπίτι». Τη φίλησε στο μάγουλο και έφυγε βιαστικά. Αναστενάζοντας, η Ερίκα σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι και φόρεσε μία από τις τέντες που αποκαλούσε ρούχα, τα οποία για την ώρα ήταν τα μόνα που τη χωρούσαν. Λες και δεν ήξερε, είχε διαβάσει ένα σωρό βιβλία για μωρά και κατά τη γνώμη της θα έπρεπε να πιάσουν όλους αυτούς που έγραφαν για τη χαρωπή κι ευτυχισμένη ζωή μιας εγκύου, να τους πάνε σε μια πλατεία και να τους μαστιγώσουν δη­ μοσίως. Διότι πιο κοντά στην πραγματικότητα ήταν η αϋπνία, ο πό­ νος στις αρθρώσεις, οι φλεβίτιδες, οι αιμορροΐδες, οι εφιδρώσεις και οι ορμονικές διαταραχές. Σιγά μην εξέπεμπε και καμία εσωτερι­ κή λάμψη. Μπούρδες. Μουρμουρίζοντας, κατέβηκε σιγά σιγά τη σκάλα για να πιει το πρώτο φλιτζάνι καφέ της ημέρας. Ίσως ο καφές να διέλυε κάπως τις ομίχλες στο κεφάλι της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=