Ο ιεροκήρυκας
[ 12 ] Εκείνος μούγκρισε, τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω του και της γύ ρισε την πλάτη. Αναστενάζοντας, γύρισε ανάσκελα, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Η κοιλιά της ήταν τε ράστια, σαν μεγάλη υδρόγειος σφαίρα· προσπάθησε να φανταστεί το μωρό να κολυμπάει μέσα της στο απόλυτο σκοτάδι. Ίσως να είχε το δάχτυλο στο στόμα. Αν και όλα ήταν πολύ εξωπραγματικά για να μπορεί να φέρει οποιαδήποτε εικόνα μωρού στο μυαλό της. Ήταν στον όγδοο μήνα, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι είχε ένα μωρό μέσα της. Τέλος πάντων, πολύ σύντομα θα γινό ταν κι αυτό μια απόλυτη πραγματικότητα. Η Ερίκα ήταν διχασμένη ανάμεσα στη λαχτάρα και τον φόβο. Δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τίποτε άλλο εκτός από τη γέννα. Για να είναι ειλικρινής, αυτή τη στιγμή τής ήταν πολύ δύσκολο να δει πέρα από το πρόβλημα ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί μπρούμυτα. Έριξε μια ματιά στο ξυπνη τήρι. Τέσσερις και σαράντα δύο. Μήπως έπρεπε ν’ ανάψει το πορ τατίφ και να διαβάσει λίγο αντί να βασανίζεται; Έπειτα από τρεισήμισι ώρες και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, που είχε τα χάλια του, λίγο έλειψε να πέσει από το κρεβάτι όταν ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου. Ως συνήθως, έδωσε αμέσως το ακουστικό στον Πάτρικ. «Ναι, Πάτρικ εδώ». Η φωνή του ήταν βραχνή από τον ύπνο. «Ναι, βέβαια, ω γαμώτο! Ναι, μπορώ να έρθω σε ένα τέταρτο. Θα σε δω εκεί». Στράφηκε προς την Ερίκα: «Επείγον. Πρέπει να πάω». «Μα εσύ έχεις άδεια. Δεν μπορεί να το αναλάβει κάποιος άλ λος;» Καταλάβαινε ότι η φωνή της ακουγόταν κάπως γκρινιάρικη,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=