Ο ιεροκήρυκας

[ 11 ] πόσες φορές τού είχαν πει ότι απαγορευόταν να πηγαίνει στη Χα­ ράδρα του Βασιλιά χωρίς να τον συνοδεύει κάποιος ενήλικας. Το περίεργο όμως ήταν ότι εκείνη η κυρία δεν κουνιόταν καθό­ λου. Ούτε ρούχα φορούσε, και για μια στιγμή ένιωσε ντροπή που στεκόταν και κοίταζε μια γυμνή κυρία. Το κόκκινο που είχε δει δεν ήταν κομμάτι από ύφασμα αλλά κάτι μουσκεμένο ακριβώς δίπλα της, ενώ δεν έβλεπε πουθενά τα ρούχα της. Ήταν πολύ παράξενο να κείτεται εκεί γυμνή. Άλλωστε, έκανε πολύ κρύο εκεί κάτω. Μετά, κάτι απίθανο του πέρασε από το μυαλό: Ότι η κυρία ίσως να ήταν νεκρή! Δεν μπορούσε να βρει άλλη εξήγηση για την ακινη­ σία της. Αυτή η ξαφνική συνειδητοποίηση τον έκανε να πηδήξει από τον βράχο και να υποχωρήσει αργά προς το στόμιο της χαρά­ δρας. Αφού απομακρύνθηκε κάνα δυο μέτρα από τη νεκρή γυναί­ κα, έκανε μεταβολή και έτρεξε στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορού­ σε. Δεν τον ένοιαζε πια αν θα τον μάλωναν. Ο ιδρώτας έκανε τα σεντόνια να κολλάνε στο κορμί της. Η Ερίκα στριφογύριζε στο κρεβάτι, αλλά ήταν αδύνατο να βρει μια βολική στάση. Η φωτεινή καλοκαιρινή νύχτα δεν διευκόλυνε διόλου την κατάσταση της αϋπνίας, και για χιλιοστή φορά υπενθύμισε στον εαυτό της να αγοράσει κουρτίνες συσκότισης και να τις κρεμάσει στα παράθυρα ή, καλύτερα, να πείσει τον Πάτρικ να το κάνει. Πόσο την εκνεύριζε που τον έβλεπε να κοιμάται τόσο άνετα! Μα πώς μπορούσε να είναι ξαπλωμένος και να ροχαλίζει, όταν εκείνη έμενε ξύπνια τη μια νύχτα μετά την άλλη; Ήταν και δικό του το μωρό. Δεν μπορούσε να μένει κι αυτός ξύπνιος, τουλάχιστον από συμπόνια; Τον σκούντηξε ελαφρά με την ελπίδα ότι θα ξυ­ πνούσε. Μπα, χαμπάρι δεν έπαιρνε. Τον σκούντηξε πιο δυνατά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=