Ο ιεροκήρυκας
[ 10 ] αυτός ένας από τους ληστές εκεί, αλλά σήμερα ήταν ιππότης. Ιππό της της ΣτρογγυλήςΤραπέζης, όπως σ’εκείνο το όμορφο πολύχρω μο βιβλίο που του είχε χαρίσει η γιαγιά στα γενέθλιά του. Κινήθηκε αθόρυβα και προσεχτικά πάνω από τους μεγάλους βράχους που κάλυπταν το έδαφος και ετοιμάστηκε, με μόνα όπλα το κουράγιο και το σπαθί του, να επιτεθεί στον τεράστιο δράκο που έβγαζε φωτιές από το στόμα. Ο καλοκαιρινός ήλιος δεν έφτανε μέ χρι κάτω στη χαράδρα, κι αυτό την έκανε ψυχρή και σκοτεινή. Τέ λειο μέρος για δράκους. Σύντομα το αίμα θα έτρεχε ποτάμι από τον λαιμό του δράκου, και έπειτα από έναν παρατεταμένο αγώνα ζωής ή θανάτου θα σωριαζόταν νεκρός μπροστά στα πόδια του. Του τράβηξε την προσοχή κάτι που είδε με την άκρη του ματιού του. Πίσω από έναν μεγάλο βράχο φαινόταν ένα κομμάτι από κόκ κινο ύφασμα, και η περιέργειά του μεγάλωσε. Ο δράκος μπορούσε να περιμένει. Ίσως να υπήρχε ένας κρυμμένος θησαυρός εκεί πέρα. Πήρε φόρα, πήδηξε πάνω στον βράχο και κοίταξε κάτω, από την άλλη πλευρά του. Για λίγο έχασε την ισορροπία του και κόντεψε να πέσει προς τα πίσω, αλλά ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, αφού ταλαντεύτηκε αρκετές φορές ανεμίζοντας τα χέρια του, την ξανα βρήκε. Αργότερα δεν θα παραδεχόταν ότι φοβήθηκε, αλλά ακρι βώς εκείνη τη στιγμή είχε αισθανθεί τον μεγαλύτερο φόβο της εξά χρονης ζωής του. Μια κυρία κείτονταν εκεί και τον περίμενε. Ξα πλωμένη ανάσκελα, είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Η πρώ τη σκέψη που έκανε ενστικτωδώς ήταν να το βάλει στα πόδια, πριν προλάβει εκείνη να τον τσακώσει να παίζει σ’ ένα μέρος όπου δεν επιτρεπόταν. Ίσως να τον ανάγκαζε να της πει πού έμενε και να τον πήγαινε, σέρνοντάς τον, στη μαμά και τον μπαμπά, οι οποίοι θα θύ μωναν πολύ και θα τον ρωτούσαν –όπως σε βλέπω και με βλέπεις–
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=