Η ζωή απέναντι

13 H Ζ Ω Η Α Π Ε Ν Α Ν Τ Ι πρόβαλε μια εξίσου σαστισμένη γυναίκα γύρω στα εξή­ ντα. Είχα μια θολή εντύπωση ότι κάτι μου θύμιζε. Ήταν ατημέλητη, όπως οι άνθρωποι που βγαίνουν για λίγο από τη ραστώνη τους μόνο για να αγοράσουν κάτι από το περίπτερο, διατηρούσε όμως την αίγλη μιας παλιάς ομορφιάς που πρέπει να της είχε χαρίσει κάπο­ τε η φύση. Φορούσε μια ξεβαμμένη βερμούδα σε χρώμα που άλλοτε πρέπει να ήταν πράσινο ή καφέ – τα όρια πια ήταν δυσδιάκριτα. Από πάνω, μια αμάνικη λευκή μπλούζα με μεγάλο άνοιγμα στο ντεκολτέ άφηνε να φα­ νεί ένα λευκό σημάδι από μαγιό. Τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα σε μια χαμηλή αλογοουρά. Προσπάθησα να απολογηθώ. «Μα πώς έγινε; Εγώ δεν… Πάντα…» τραύλισα, αφήνοντας τη φράση μου λειψή. Σκέφτηκα πως δεν θα άλλαζε τίποτα αν εντέλει έπειθα τους παρευρισκόμενους πως ήμουν μια γυναίκα προσεκτική, αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία άτυχη ως το κόκαλο. Βρεθήκαμε, οι δυο οδηγοί, με απλωμένα τα χαρτιά μας πάνω στο στραπατσαρισμένο καπό του δικού μου αυτοκινήτου, να ανταλλάσσουμε στοιχεία. «Δάφνη Μητροπούλου»: εγώ, «Άννα Λεβεντάκου»: εκείνη. Για μια στιγμή ένιωσα πως όλα αυτά τα είχα ξα­ ναζήσει. Πως ετούτη η σκηνή ανασύρθηκε από τη μνήμη μου κι εγώ την ξαναζούσα μόνο και μόνο γιατί έπρεπε να συνειδητοποιήσωπως ταπαλιά τραύματα, αν δεν κλείσουν στην ώρα τους, διαπυούνται και πονούν χρόνια μετά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=