Η χώρα των άλλων
L E Ϊ L A S L I M A N I 24 χαμένη, χωρίς χρήματα, χωρίς φίλους. Δεν ήξερε ούτε καν το όνομα του δρόμου που έμεναν. Όταν ο Αμίν επέστρεψε, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, εκείνη ήταν εκεί, αναμαλλιασμένη, με το πρόσωπο κόκ κινο και παραμορφωμένο. Της είχε πάρει πολύ μέχρι να ανοίξει την πόρτα, έτρεμε, κι εκείνος προς στιγμήν πίστε ψε ότι κάτι είχε συμβεί. Όρμησε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να εξηγήσει τους φόβους της, τη νοσταλγία της, την τρελή αγωνία που την είχε κυριεύσει. Εκείνος δεν καταλάβαινε, και το σώμα της, γραπωμένο όπως ήταν πά νω του, του φάνηκε απίστευτα βαρύ. Την έσυρε προς το κρεβάτι και κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο λαιμός του Αμίν είχε γίνει μούσκεμα από τα δάκρυά της. Η Μα τίλντ ηρέμησε, η αναπνοή της έγινε πιο αργή, ρούφηξε πολλές φορές τη μύτη της και ο Αμίν της έδωσε ένα μαντί λι που είχε κρυμμένο στο μανίκι του. Της χάιδεψε απαλά την πλάτη και της είπε: «Μην κάνεις σαν κοριτσάκι. Είσαι η γυναίκα μου τώρα. Η ζωή σου είναι εδώ». Δύο μέρες αργότερα, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι στην Μπεριμά. Στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης, η Ματίλντ γράπωσε το μπράτσο του συζύγου της, φοβόταν μη χαθεί σε αυτόν τον λαβύρινθο, όπου συνωστιζόταν ένα πλήθος εμπόρων και οι πωλητές λαχανικών διαλαλούσαν την πρα μάτεια τους. Πίσω από τη βαριά πόρτα του σπιτιού, που ήταν διακοσμημένη με καρφιά, την περίμενε η οικογένεια. Η μητέρα, η Μουιλάλα, στεκόταν στο μέσον της εσωτερι κής αυλής. Φορούσε ένα κομψό μεταξωτό καφτάνι, ενώ τα μαλλιά της τα είχε καλύψει με ένα σμαραγδί μαντίλι.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=