Η χώρα των άλλων
Η Χ Ω Ρ Α Τ Ω Ν Α Λ Λ Ω Ν 21 κεια ολόκληρης αυτής της εβδομάδας που πέρασε στο χω ριό, τον συνόδευσε στις βόλτες που έκανε, του γνώρισε τους φίλους της και του έμαθε να παίζει χαρτιά. Ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από αυτήν και είχε το πιο σκούρο δέρμα που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ήταν τόσο όμορφος, που φοβόταν μήπως της τον πάρουν, μήπως ήταν ψευδαί σθηση. Ποτέ δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο. Ούτε με τον δάσκαλο του πιάνου όταν ήταν δεκατεσσάρων. Ούτε με τον ξάδερφό της τον Αλέν, που έβαζε το χέρι του κάτω από το φόρεμά της και που έκλεβε για χάρη της κεράσια από τις όχθες του Ρήνου. Αλλά φτάνοντας εδώ, στη δική του χώρα, ένιωσε ανυπεράσπιστη. ✴ Τρεις μέρες αργότερα, ανέβηκαν σε ένα φορτηγό ο οδηγός του οποίου είχε δεχτεί να τους πάρει μέχρι το Μεκνές. Τη Ματίλντ την ενοχλούσαν η μυρωδιά του φορτηγατζή και η κακή κατάσταση του δρόμου. Σταμάτησαν δύο φορές στην άκρη του δρόμου για να κάνει εμετό. Χλωμή και εξαντλη μένη, με το βλέμμα της καρφωμένο σε ένα τοπίο στο οποίο δεν έβρισκε ούτε νόημα ούτε ομορφιά, η Ματίλντ ένιωθε να την πνίγει η μελαγχολία. «Μακάρι» σκέφτηκε «αυτός ο τόπος να μη φανεί εχθρικός απέναντί μου. Θα εξοικειωθώ άραγε μια μέρα με αυτόν τον κόσμο;» Όταν έφτασαν στο Μεκνές, είχε πέσει η νύχτα, και στο παρμπρίζ του φορτη γού έπεφτε μια δυνατή και παγωμένη βροχή. «Είναι πολύ αργά για να σου γνωρίσω τη μητέρα μου» είπε ο Αμίν. «Θα κοιμηθούμε σε ξενοδοχείο».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=