Η χώρα των άλλων
Η Χ Ω Ρ Α Τ Ω Ν Α Λ Λ Ω Ν 17 κε μαγεμένη τις αρ ντεκό προσόψεις των κτιρίων του κέ ντρου και κόλλησε τη μύτη της στο παράθυρο, για να δει καλύτερα τις όμορφες γυναίκες που κατέβαιναν τη λεωφό ρο Λιοτέ, τα γάντια τους που ήταν ασορτί με τα παπούτσια και το καπέλο τους. Έργα παντού, κτίρια υπό κατασκευή, μπροστά στα οποία έρχονταν να ζητήσουν δουλειά άντρες ντυμένοι με κουρέλια. Εκεί περπατούσαν και κάποιες κα λόγριες δίπλα σε δύο αγρότισσες με δεμάτια στην πλάτη. Ένα κοριτσάκι, με κούρεμα αλά γκαρσόν, γελούσε ανεβα σμένο πάνω σε ένα γαϊδουράκι που το τραβούσε ένας μαύ ρος άντρας. Πρώτη φορά στη ζωή της, η Ματίλντ ανέπνεε τον αλμυρό αέρα του Ατλαντικού. Το φως της μέρας έπεσε, αποκτώντας κυρίως ροζ και απαλές αποχρώσεις. Νύσταζε και ετοιμαζόταν να ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του συζύγου της, όταν αυτός ανήγγειλε ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Δεν βγήκαν από το δωμάτιο για δυο μέρες. Αυτή που είχε τόση περιέργεια για τους άλλους και για τον έξω κόσμο δεν θέλησε καν να ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα. Δεν χόρ ταινε τα χέρια του Αμίν, το στόμα του, τη μυρωδιά του δέρματός του, όλα αυτά που –το καταλάβαινε τώρα– είχαν να κάνουν με την ατμόσφαιρα αυτής της χώρας. Ασκούσε πάνω της μια αληθινή σαγήνη και τον ικέτευε να μείνει μέσα της όσο το δυνατόν περισσότερο, ακόμα και όταν κοιμόντουσαν, ακόμα και όταν μιλούσαν. Η μητέρα της Ματίλντ έλεγε ότι ο πόνος και η ντροπή ξυπνούσαν τη μνήμη του ζώου μέσα μας. Αλλά ποτέ δεν της είχε μιλήσει κανείς γι’ αυτή την ηδονή. Κατά τη διάρ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=