Η ξηρασία
J A N E H A R P E R 16 «Δεν ανήκω σ’ αυτό το τμήμα της αστυνομίας, ούτως ή άλλως. Είμαι ομοσπονδιακός. Στο Τμήμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλή ματος». «Δεν μου λέει τίποτα αυτό, κολλητέ». «Σημαίνει ότι κυνηγάω το χρήμα. Όποιο ποσό τελειώνει σε πολλά μηδενικά και δεν εξηγείται η προέλευσή του. Ξέπλυμα, κατάχρηση, τέτοια πράγματα». Ο άνδρας απάντησε κάτι, αλλά ο Φαλκ δεν τον άκουσε. Το βλέμμα του είχε μετακινηθεί από τα τρία φέρετρα στον πρώτο πάγκο που ήταν για τους συγγενείς. Έτσι ώστε να καθίσουν μπροστά απ’ όλους τους φίλους και τους γείτονές τους, οι οποί οι με τη σειρά τους κοιτούσαν το πίσω μέρος των κεφαλιών τους και ευχαριστούσαν τον Θεό που δεν ήταν στη θέση τους. Αν και είχαν περάσει είκοσι χρόνια, ο Φαλκ αναγνώρισε αμέσως τον πατέρα του Λιουκ. Το πρόσωπο του Τζέρι Χάντλερ ήταν γκρίζο. Τα μάτια του βυθισμένα στις κόγχες τους. Καθόταν πειθήνια στη θέση του στην πρώτη σειρά, αλλά το κεφάλι του ήταν γυρισμένο προς τα πίσω. Αγνοώντας τη γυναίκα του που έκλαιγε στο πλευρό του και τα τρία ξύλινα κουτιά που περιεί χαν ό,τι είχε απομείνει από τον γιο, τη νύφη και τον εγγονό του, κοιτούσε κατευθείαν τον Φαλκ. Κάπου από πίσω, μερικές νότες ακούστηκαν από τα ηχεία. Η νεκρώσιμη ακολουθία ξεκινούσε. Ο Τζέρι έγειρε ελαφρά το κεφάλι του χαιρετώντας τον Φαλκ, ο οποίος ασυναίσθητα έβα λε το χέρι του στην τσέπη του. Ψηλάφισε το γράμμα που είχε φτάσει στο γραφείο του πριν από δύο μέρες. Από τον Τζέρι Χάντλερ, έντεκα λέξεις γραμμένες με αυταρχικό τόνο: Ο Λιουκ είπε ψέματα. Εσύ είπες ψέματα. Να είσαι στην κηδεία. Ο Φαλκ τράβηξε πρώτος το βλέμμα του. * * *
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=