Η ξηρασία
Η Ξ Η Ρ Α Σ Ι Α 15 «Όχι. Έχω φύγει εδώ και πολλά χρόνια». «Μάλιστα. Μου φαίνεται ότι σ’ έχω ξαναδεί, πάντως». Ο αγρότης συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να τον εντάξει κάπου. «Ε, δεν πιστεύω να είσαι απ’ αυτούς τους καταραμένους δη μοσιογράφους της τηλεόρασης;» «Όχι. Αστυνόμος είμαι. Στη Μελβούρνη». «Σοβαρά, ε; Εσείς, βρε παιδιά, θα έπρεπε να ερευνάτε για τί η καταραμένη η κυβέρνηση άφησε τα πράγματα να φτάσουν σε τέτοιο χάλι». Ο άνδρας έγνεψε προς το σημείο όπου κείτονταν το πτώμα του Λιουκ δίπλα στη γυναίκα του και τον εξάχρονο γιο του. «Εμείς εδώ πέρα προσπαθούμε να θρέψουμε τούτη τη χώρα, με τον χειρότερο καιρό τα τελευταία εκατό χρόνια, κι εκείνοι λένε μαλακίες ότι θα πετσοκόψουν τις επιδοτήσεις. Από μια πλευρά δεν μπορείς σχεδόν να τον κατηγορήσεις τον φου καρά τον τύπο. Είναι ένα γαμ…» Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω στην εκκλησία. «Είναι ένα ανα θεματισμένο σκάνδαλο όλο αυτό». Ο Φαλκ δεν είπε τίποτα, καθώς κι οι δύο συλλογίζονταν πόσο ανίκανη ήταν η κυβέρνηση στην Καμπέρα. Οι εφημερίδες είχαν συζητήσει εξονυχιστικά όλες τις πιθανές αιτίες για τη νεκρή οικογένεια Χάντλερ. «Ήρθες να ερευνήσεις το θέμα, λοιπόν;» Ο άνδρας έδειξε με το κεφάλι του τα φέρετρα. «Όχι. Ήρθα εδώ ως φίλος» είπε ο Φαλκ. «Δεν είμαι σίγουρος αν έχει μείνει τίποτα ακόμα να ερευνήσει κανείς». Ήξερε μόνο ό,τι είχε ακούσει στις ειδήσεις, όπως όλοι οι υπό λοιποι. Αλλά το περιστατικό ήταν ξεκάθαρο, σύμφωνα με τους σχολιασμούς. Η καραμπίνα ανήκε στον Λιουκ. Η ίδια που αργό τερα βρέθηκε στερεωμένη σε ό,τι είχε απομείνει από το στόμα του. «Ναι, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα» είπε ο αγρότης. «Το σκέφτηκα απλώς επειδή ήσουν φίλος του κι όλα αυτά».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=