Η ξηρασία

J A N E H A R P E R 14 μένο ψηφιοποιημένο χαμόγελό τους δέσποζε τεράστιο πάνω από το πλήθος. Ο Φαλκ αναγνώρισε τη φωτογραφία από τις ειδήσεις. Είχε χρησιμοποιηθεί πολύ. Από κάτω τα ονόματα των νεκρών ήταν γραμμένα με λου­ λούδια της περιοχής. Λιουκ. Κάρεν. Μπίλι . Ο Φαλκ κοίταξε τη φωτογραφία του Λιουκ. Τα πυκνά μαύ­ ρα μαλλιά του είχαν μερικές γκρίζες πινελιές τώρα, αλλά συνέ­ χιζε να δείχνει σε καλύτερη φόρμα από τους περισσότερους άνδρες που πλησίαζαν τα σαράντα. Το πρόσωπό του έμοιαζε πιο γερασμένο απ’ όσο θυμόταν ο Φαλκ, αλλά πάλι είχαν πε­ ράσει σχεδόν πέντε χρόνια. Το σίγουρο πλατύ χαμόγελο ήταν ίδιο, όπως και το ελαφρά πονηρό βλέμμα στα μάτια του. Ίδιος κι απαράλλακτος , ήταν οι λέξεις που του ήρθαν στο μυαλό. Τα τρία φέρετρα έλεγαν άλλα πράγματα. «Τι καταραμένη τραγωδία». Ο αγρότης στο πλευρό του Φαλκ μίλησε ξαφνικά. Είχε σταυρωμένα τα μπράτσα, με τις γροθιές σφιγμένες κάτω από τις μασχάλες του. «Πράγματι» είπε ο Φαλκ. «Τους ήξερες καλά;» «Όχι ιδιαίτερα. Μόνο τον Λιουκ, τον…» Προς στιγμή ο Φαλκ σάστισε, μην μπορώντας να σκεφτεί μια λέξη για να περιγράψει τον άνδρα στο μεγαλύτερο φέρετρο. Έψαξε στο μυαλό του, αλλά δεν έβρισκε παρά μόνο τις στερεότυπες περιγραφές των φτηνών εφημερίδων. «Τον πατέρα» ξεφούρνισε τελικά. «Ήμασταν φίλοι όταν ήμασταν μικρότεροι». «Ναι. Ξέρω ποιος είναι ο Λιουκ Χάντλερ». «Νομίζω ότι οι πάντες το ξέρουν τώρα». «Εσύ ζεις ακόμη εδώ γύρω, ε;» Ο αγρότης μετακίνησε λίγο το ογκώδες σώμα του και κάρφωσε το βλέμμα του για πρώτη φορά στον Φαλκ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=