Η ξηρασία
Η Ξ Η Ρ Α Σ Ι Α 31 ποτήρι του κρασιού. Οι άνθρωποι σιώπησαν σταδιακά και στρά φηκαν εκεί όπου ο Τζέρι και η Μπαρμπ στέκονταν χέρι με χέρι. Έμοιαζαν πολύ μόνοι, περιτριγυρισμένοι απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους. Τώρα ήταν μόνο οι δυο τους, συνειδητοποίησε ο Φαλκ. Είχαν κάποτε και μια κόρη, για μία μέρα. Πέθανε μετά τη γέννησή της, όταν ο Λιουκ ήταν τριών ετών. Αν είχαν προσπαθήσει να κάνουν άλλα παιδιά, δεν τα είχαν καταφέρει. Έτσι είχαν διοχε τεύσει όλη τους την ενέργεια στον γεροδεμένο γιο που τους είχε μείνει. Η Μπαρμπ καθάρισε τον λαιμό της και τα μάτια της διέτρε ξαν το πλήθος. «Θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε όλους που ήρθατε. Ο Λιουκ ήταν καλός άνθρωπος». Είπε πολύ βιαστικά και πολύ δυνατά αυτά τα λόγια, μετά έκλεισε σφιχτά τα χείλη σαν να φοβόταν μην της ξεφύγουν κι άλλα. Η σιωπή απλώθηκε μέχρι σημείου αμηχανίας, και λίγο ακόμα. Ο Τζέρι κοιτούσε βουβά ένα κομμάτι γης μπροστά του. Η Μπαρμπ άνοιξε τα χείλη της και πήρε μιαν ανάσα. «Και η Κάρεν και ο Μπίλι ήταν υπέροχα πλάσματα. Αυτό που συνέβη ήταν…» κατάπιε «…τόσο τρομερό. Αλλά ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα καταφέρετε να θυμάστε τον Λιουκ όπως του άξιζε. Όπως ήταν παλιότερα. Φίλος για πολλούς από σας. Καλός γείτονας, δουλευταράς. Και αγαπούσε την οικογένεια που είχε φτιάξει». «Ναι, μέχρι που τους μακέλεψε». Τα λόγια που ακούστηκαν από το πίσω μέρος του πλήθους ήταν σιγανά, αλλά ο Φαλκ δεν ήταν ο μοναδικός που γύρισε το κεφάλι του απότομα. Οι άγριες ματιές του κόσμου μαρτύρησαν αυτόν που είχε μιλήσει, έναν μεγαλόσωμο κακογερασμένο σα ρανταπεντάρη. Οι σαρκώδεις δικέφαλοί του, περισσότερο λίπος
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=