Η ξηρασία
J A N E H A R P E R 30 «Συγγνώμη. Φταίει η ζέστη. Τα κάνει όλα χειρότερα». Έκα νε μια παύση. «Κοίταξε, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς στην Κιβά ρα που να μην έχει φτάσει στα όριά του. Αλλά ειλικρινά, ο Λιουκ δεν έμοιαζε να ζορίζεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αν μη τι άλλο, κανείς δεν παραδέχεται ότι πρόσεξε κάτι τέτοιο». Το απλανές, αποστασιοποιημένο βλέμμα της Γκρέτσεν ήταν βλοσυρό. «Είναι δύσκολο να ξέρεις όμως» είπε έπειτα από μια παύ ση. «Όλοι είναι πολύ θυμωμένοι. Αλλά δεν είναι θυμωμένοι με τον Λιουκ ακριβώς. Οι άνθρωποι που μιλούν χειρότερα γι’ αυ τόν δεν δείχνουν να τον μισούν γι’ αυτό που έκανε. Είναι αλ λόκοτο. Σχεδόν σαν να τον ζηλεύουν». «Για ποιο πράγμα;» «Για το γεγονός ότι έκανε αυτό που εκείνοι δεν αντέχουν να κάνουν, νομίζω. Επειδή τώρα ξεμπέρδεψε, έτσι δεν είναι; Εμείς οι υπόλοιποι είμαστε κολλημένοι εδώ και σαπίζουμε, ενώ αυτός δεν χρειάζεται πια να ανησυχεί για τη σοδειά, για τις ληξιπρό θεσμες δόσεις ή την επόμενη βροχόπτωση». «Λύση απελπισίας» είπε ο Φαλκ. «Να πάρεις την οικογένειά σου μαζί σου. Πώς το παλεύει η οικογένεια της Κάρεν;» «Δεν είχε καθόλου οικογένεια, απ’ ό,τι ακούω. Την είχες συναντήσει ποτέ;» Ο Φαλκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μοναχοπαίδι» είπε η Γκρέτσεν. «Οι γονείς της πέθαναν όταν εκείνη ήταν έφηβη. Μετακόμισε εδώ για να ζήσει με τη θεία της, η οποία πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Νομίζω ότι η Κάρεν είχε γίνει κι αυτή μία Χάντλερ, από κάθε άποψη». «Ήσασταν φίλες;» «Όχι. Εγώ…» Κάποιος στην μπαλκονόπορτα χτύπησε ένα πιρούνι σ’ ένα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=