Η ξηρασία

Η Ξ Η Ρ Α Σ Ι Α 29 Ο Φαλκ έμεινε σιωπηλός. Δεν ρώτησε τον Τζέρι τι εννοούσε. «Ξέρεις…» Ο Τζέρι κατάπιε τα λόγια του όταν μια αδιάκρι­ τη γυναίκα τον πλησίασε κουνιστή σαν πάπια για να τον ενη­ μερώσει ότι ο ιερέας ήθελε να του μιλήσει. Αμέσως, αν ήταν δυνατόν. «Χριστέ μου, τι καταραμένο χάος» είπε απότομα ο Τζέρι, και η γυναίκα καθάρισε τον λαιμό της, υιοθετώντας μια έκφραση υπομονετικής καρτερίας. Ο Τζέρι στράφηκε πάλι στον Φαλκ. «Πρέ­ πει να φύγω. Θα είμαστε σε επαφή». Έσφιξε το χέρι του Φαλκ, κρατώντας το μία στιγμή παραπάνω απ’ όσο ήταν αναγκαίο. Ο Φαλκ ένευσε καταφατικά. Καταλάβαινε. Ο Τζέρι ακολού­ θησε τη γυναίκα, πιο κοντός και καμπουριασμένος τώρα. Η Γκρέτσεν, αφού παρηγόρησε τον γιο της, επέστρεψε κοντά στον Φαλκ. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο, κοιτάζοντας τον Τζέ­ ρι να απομακρύνεται. «Είναι πολύ χάλια» είπε σιγανά. «Άκουσα ότι χθες έβαλε τις φωνές στον Κρεγκ Χόρνμπι στο σουπερμάρκετ, κατηγορώ­ ντας τον ότι αστειευόταν με την κατάσταση ή κάτι τέτοιο. Γε­ γονός μάλλον απίθανο, με δεδομένο ότι ο Κρεγκ είναι φίλος του πενήντα ολόκληρα χρόνια». Ο Φαλκ δεν μπορούσε να φανταστεί κανέναν, πόσο μάλλον τον στωικό Κρεγκ Χόρνμπι, να αστειεύεται για κείνα τα τρία φριχτά φέρετρα. «Δεν υπήρξε κανένα προειδοποιητικό σημάδι από μεριάς του Λιουκ;» Δεν κατάφερε να μη ρωτήσει. «Σαν τι;» Μια μύγα προσγειώθηκε στα χείλη της Γκρέτσεν κι εκείνη την έδιωξε εκνευρισμένη. «Εννοείς αν κυκλοφορούσε στον κεντρικό δρόμο κραδαίνοντας την καραμπίνα και απειλώ­ ντας να ξεκάνει την οικογένειά του;» «Θεέ μου, Γκρετς, μια απλή ερώτηση έκανα. Εννοούσα αν είχε κατάθλιψη ή κάτι ανάλογο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=