Η ξηρασία
J A N E H A R P E R 28 «Θα μείνεις στην πόλη απόψε» είπε ο Τζέρι. Ούτε αυτή τη φορά υπήρχε ερωτηματικό στο τέλος, πρόσεξε ο Φαλκ. «Πάνω από την παμπ». Ένα γοερό κλάμα έφτασε από την παιδική χαρά και η Γκρέ τσεν έβγαλε ένα επιφώνημα αγανάκτησης. «Σκατά. Έπρεπε να το φανταστώ ότι θα πέσει. Συγχωρέστε με». Έφυγε τρέχοντας. Ο Τζέρι άρπαξε τον Φαλκ από τον αγκώ να και τον γύρισε έτσι ώστε να μην τους βλέπουν οι άλλοι. Το χέρι του έτρεμε. «Πρέπει να μιλήσουμε. Πριν γυρίσει αυτή». Ο Φαλκ τράβηξε το χέρι του με μια μικρή ελεγχόμενη κίνηση, έχοντας συναίσθηση του κόσμου πίσω τους. Μην ξέροντας ποιος ήταν εκεί, ποιος τους παρακολουθούσε. «Για όνομα του Θεού, Τζέρι, τι θέλεις επιτέλους;» Πίεσε τον εαυτό του να υιοθετήσει μια στάση που έλπιζε ότι έμοιαζε χα λαρή. «Αν έχεις κατά νου κάποιον εκβιασμό, σου το λέω εκ των προτέρων ότι θα πάει τζάμπα η προσπάθεια». «Τι πράγμα; Χριστέ μου, Άρον. Όχι. Τίποτα τέτοιο». Ο Τζέ ρι φαινόταν ειλικρινά σοκαρισμένος. «Αν ήθελα να προκαλέσω προβλήματα, θα το είχα κάνει πριν από χρόνια, δεν νομίζεις; Ήμουν ευχαριστημένος όσο κανείς δεν τα σκάλιζε. Χριστέ μου, άλλο που δεν ήθελα. Αλλά τώρα δεν μπορώ, έτσι δεν είναι; Ύστερα απ’ αυτό που συνέβη; Με την Κάρεν και τον Μπίλι νεκρούς κι αυτό το κακόμοιρο να μην έχει κλείσει ακόμη τα εφτά». Η φωνή του Τζέρι έσπασε. «Κοίτα, λυπάμαι για το γράμμα, αλλά ήθελα να έρθεις εδώ. Πρέπει να μάθω». «Να μάθεις τι;» Τα μάτια του Τζέρι φάνηκαν σχεδόν μαύρα στο δυνατό φως του ήλιου. «Αν ο Λιουκ είχε σκοτώσει άλλη φορά». * * *
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=