Η ξηρασία

Η Ξ Η Ρ Α Σ Ι Α 25 μέσα, ανοίγοντας δρόμο ευέλικτα μέσα στο πλήθος. Η ατμό­ σφαιρα ήταν αποπνικτική. Ο κλιματισμός της αίθουσας έβαζε τα δυνατά του, αλλά πάλευε μάταια, καθώς ο κόσμος στριμω­ χνόταν στο εσωτερικό που είχε σκιά. Σχημάτιζαν παρέες σκυ­ θρωποί, προσπαθώντας να ισορροπήσουν πλαστικά ποτήρια και πιάτα με κέικ σοκολάτας. Η Γκρέτσεν ξεκίνησε να προχωράει προς την μπαλκονόπορ­ τα, που έβγαζε σε μια αυλή με παιχνίδια για τα παιδιά. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο όσοι δεν χωρούσαν στην αίθουσα και δεν άντεχαν τον συνωστισμό. Βρήκαν μια μικρή σκιά δίπλα στον φράχτη και ο Λάκι έτρεξε στη μεταλλική τσουλήθρα που ζεματούσε. «Δεν χρειάζεται να στέκεσαι μαζί μου αν είναι να σπιλώσεις το καλό σου όνομα» είπε ο Φαλκ, κατεβάζοντας το καπέλο του πιο χαμηλά για να κρύψει το πρόσωπό του. «Ωχ, σταμάτα. Άσε που το καταφέρνω μια χαρά και μόνη μου αυτό». Ο Φαλκ ερεύνησε την αυλή και εντόπισε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που νόμισε ότι κάποτε ίσως ήταν φίλοι του πατέρα του. Μιλούσαν μ’ έναν νεαρό αστυνομικό, ο οποίος, ντυμένος με πλήρη στολή και μπότες, ίδρωνε κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Το μέτωπό του γυάλιζε καθώς κουνούσε το κεφάλι του ευγενικά. «Ε» είπε ο Φαλκ. «Αυτός είναι ο αντικαταστάτης του Μπαρ­ μπέρις;» Η Γκρέτσεν ακολούθησε το βλέμμα του. «Ναι. Τα έμαθες για τον Μπαρμπέρις;» «Φυσικά. Κρίμα που πέθανε. Θυμάσαι πώς μας τρομοκρα­ τούσε όλους θανάσιμα με ιστορίες τρόμου για παιδιά που έπαι­ ζαν με αγροτικά εργαλεία;» «Ναι. Είκοσι χρόνια κατάφερε να αποφύγει το έμφραγμα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=