Η ξηρασία
Η Ξ Η Ρ Α Σ Ι Α 23 κατά μήκος του δρόμου. «Και να εγκαταλείψω όλα αυτά; Όχι. Έχω ζήσει εδώ πάρα πολλά χρόνια, ο τόπος είναι στο αίμα μου. Ξέρεις πώς είναι αυτά». Δαγκώθηκε και σταμάτησε, κοιτάζοντάς τον λοξά. «Ή ίσως να μην ξέρεις. Συγγνώμη». Ο Φαλκ έκανε μια χειρονομία για να δείξει ότι δεν το πήρε στα σοβαρά. «Με τι ασχολείσαι αυτό τον καιρό;» «Με τις καλλιέργειες, φυσικά. Προσπαθώ τουλάχιστον. Αγό ρασα το κτήμα των Κέλερμαν πριν από δύο χρόνια. Πρόβατα». «Σοβαρά;» Ο Φαλκ εντυπωσιάστηκε. Επρόκειτο για περιζή τητη ιδιοκτησία. Ή τουλάχιστον τότε που ήταν μικρότερος. «Κι εσύ;» τον ρώτησε. «Άκουσα ότι μπήκες στην αστυνομία». «Ναι, πράγματι. Στην Ομοσπονδιακή. Ακόμη εκεί είμαι». Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί. Το μανιασμένο κελάηδισμα των πουλιών από τα δέντρα ήταν το ίδιο όπως το θυμόταν. Πιο μπροστά, οι παρέες όσων είχαν βγει από την εκκλησία διακρί νονταν σαν μουτζούρες στον χωματόδρομο. «Πώς είναι τα πράγματα εδώ γύρω;» τη ρώτησε. «Απαίσια». Η λέξη ακούστηκε σαν τελεία και παύλα. Η Γκρέτσεν χτύπησε ρυθμικά το δάχτυλό της στα χείλη της, σαν πρώην καπνίστρια με στερητικό σύνδρομο. «Μόνο ο Θεός ξέρει ότι και πριν ήταν χάλια. Όλοι φοβούνταν τι θα κάνουν με τα λεφτά και την ξηρασία. Κι ύστερα συνέβη αυτό με τον Λιουκ και την οικογένειά του και τα πάντα είναι πολύ χάλια, Άρον. Τρομερά χάλια. Μπορείς να το νιώσεις. Όλοι τριγυρίζουμε σαν τα ζόμπι. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, τι να πούμε. Παρακολου θούμε ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας να καταλάβουμε ποιος θα είναι ο επόμενος που θα σπάσει». «Χριστέ μου». «Ναι. Δεν μπορείς να φανταστείς». «Ήσασταν ακόμη φίλοι με τον Λιουκ;» ρώτησε ο Φαλκ με περιέργεια.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=