Η ξηρασία

2 «Ά ρον Φαλκ, μη διανοηθείς να φύγεις, γαμώτο». Ο Φαλκ στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητό του, παλεύο­ ντας με την έντονη επιθυμία να μπει μέσα, να βάλει μπρος και να εξαφανιστεί. Οι περισσότεροι απ’ όσους είχαν παρακολου­ θήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία βάδιζαν ήδη αργά τη μικρή από­ σταση ως την αίθουσα που θα σέρβιραν τον καφέ. Ακούγοντας τη φωνή, ο Φαλκ γύρισε και άθελά του χαμογέλασε. «Γκρέτσεν» είπε καθώς η γυναίκα τον τράβηξε στην αγκαλιά της, πιέζοντας το μέτωπό της στον ώμο του. Εκείνος ακούμπη­ σε το σαγόνι του στο ξανθό κεφάλι της και στάθηκαν έτσι για ένα ολόκληρο λεπτό, λικνίζοντας ο ένας τον άλλο. «Ω Θεέ μου, χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω εδώ». Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή, καθώς το στόμα της ακουμπούσε στο πουκάμισό του. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε όταν εκείνη τραβήχτηκε. Η Γκρέτσεν Σόνερ ανασήκωσε τους ώμους, βγάζοντας ένα ζευγάρι φτηνά γυαλιά ηλίου που αποκάλυψαν τα κόκκινα μάτια της. «Όχι καλά. Χάλια δηλαδή. Εσύ;» «Το ίδιο». «Το σίγουρο είναι πως δείχνεις ίδιος». Κατάφερε να του χαμογελάσει δειλά. «Ακόμη προσπαθείς να μοιάσεις με αλμπί­ νο, βλέπω». «Ούτε εσύ άλλαξες πολύ».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=