Η ξηρασία

Η Ξ Η Ρ Α Σ Ι Α 19 τέτοια αναμνηστική προβολή ενώ ήταν ακόμη ολοζώντανη. Η μικρή θα το συνήθιζε, συνειδητοποίησε ο Φαλκ. Δεν είχε άλλη επιλογή. Πού να κρυφτεί ένα παιδάκι που ήταν προορισμένο να μεγαλώσει με την ταμπέλα «η μοναδική επιζώσα». Η μουσική επένδυση έσβησε και οι τελικές φωτογραφίες έπεσαν στην οθόνη μέσα σε αμήχανη σιωπή. Όλοι φάνηκαν ανακουφισμένοι όταν κάποιος άναψε τα φώτα. Καθώς ένας υπέρβαρος ιερέας ανέβηκε με κόπο τα δύο σκαλοπάτια ως το αναλόγιο, ο Φαλκ κοίταξε ξανά εκείνα τα φριχτά φέρετρα. Σκέφτηκε την κοπέλα με τα μαύρα μάτια κι ένα ψέμα κατα­ σκευασμένο και συμφωνημένο πριν από είκοσι χρόνια, τότε που ο φόβος και οι ορμόνες της εφηβείας κυλούσαν ορμητικά στις φλέβες του. Ο Λιουκ είπε ψέματα. Εσύ είπες ψέματα . Πόσο μικρή ήταν η απόσταση από εκείνη την απόφαση ως αυτή τη στιγμή; Η ερώτηση πονούσε σαν τραύμα. Μια μεγαλύτερη γυναίκα από το πλήθος γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω και η ματιά της έπεσε στον Φαλκ. Δεν την ήξερε, αλλά εκείνη κούνησε μηχανικά το κεφάλι της, δείχνοντας με ευγένεια ότι τον αναγνώρισε. Ο Φαλκ κοίταξε αλλού. Όταν γύρισε ξανά προς το μέρος της, εκείνη τον κοιτούσε ακόμη. Σούφρωσε τα φρύδια της ξαφνικά και έσκυψε στην ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν δίπλα της. Ο Φαλκ δεν χρειαζόταν να διαβάζει τα χείλη για να καταλάβει τι ψιθύρισε. Ο μικρός ο Φαλκ γύρισε. Η δεύτερη γυναίκα τον κοίταξε βιαστικά κι αμέσως τράβηξε τη ματιά της. Με ένα μικρό νεύμα επιβεβαίωσε τις υποψίες της φίλης της. Έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στη γυναίκα που καθόταν από την άλλη πλευρά. Ένα δυσάρεστο βάρος θρονιάστηκε στο στήθος του Φαλκ. Κοίταξε το ρολόι του. Δεκαεπτά ώρες . Μετά θα έφευγε. Ξανά. Ευτυχώς.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=