Η χίμαιρα

Η Χ Ι Μ Α Ι Ρ Α 11 το μήνυμα. Ο λαιμός του σφίχτηκε. Δεν έμπαινε αέρας στους πνεύμονές του. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει και στηρίχτηκε με το χέρι στον τοίχο, για να μην πέσει. Από την κουζίνα έρχονταν γέλια, η κόρη του και η μητέρα της περνούσαν όμορφα. Ο Νίκλας έπεσε στα γόνατα στο χαλί του χολ. Ευτυχώς ήταν ακριβό και παχύ, σκέφτηκε, αλλιώς τα γόνατά του θα πονούσαν. Μισόκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να επικεντρωθεί στις σκέ- ψεις του. Ήξερε ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα. Το ήξερε εδώ και καιρό, όμως αρνούνταν να το σκεφτεί. Είχε την ελπίδα ότι θα γλιτώσει. Είχε περάσει τόσος καιρός. «Μπαμπά, πού είσαι;» φώναξε η κόρη του. «Σε προειδοποιώ, αν σκέφτεσαι να ντυθείς Αγιοβασίλης, θα τηλεφωνήσω στις εφη- μερίδες!» Στηρίχτηκε ξανά στον τοίχο, σηκώθηκε αργά, ξερόβηξε, προ- σπάθησε να γεμίσει τους πνεύμονές του με αέρα για να μην τρέμει τόσο, και πήγε στην κουζίνα. Όταν τον είδαν οι δύο γυναίκες στο τραπέζι, αμέσως σταμά- τησαν να γελούν. «Ποιος ήταν;» ρώτησε τρομοκρατημένη η κόρη του. «Είσαι κατάχλωμος». Η πρώην σύζυγος σηκώθηκε αμέσως. «Κάτσε πριν πέσεις» είπε, σπρώχνοντάς τον σε μια καρέκλα. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπό του. «Δεν ήταν κανείς» είπε εκείνος. «Έκαναν λάθος». «Είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Έπαθες κάποια κρίση; Παίρ- νεις φάρμακα; Να καλέσουμε ασθενοφόρο; Μίλα μου, Νίκλας». Γύρισε το κεφάλι του και προσπάθησε να χαμογελάσει στην κόρη του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=