Η χίμαιρα

C A M I L L A L A C K B E R G & H E N R I K F E X E U S 12 «Μη φοβάσαι, Νάταλι» είπε. «Απλώς ζαλίστηκα λίγο». Η Νάταλι κοίταξε με απορία τη μητέρα της. Ο Νίκλας πήρε το χέρι της πρώην συζύγου από τον ώμο του και το κράτησε για μία στιγμή. «Ευχαριστώ, Μίνα, αλλά δεν χρειάζομαι ασθενοφόρο» είπε. «Σύντομα όλα θα τελειώσουν». Το χιόνι που έπεφτε έξω από τα παράθυρα δεν ήταν πια απαλό και ευχάριστο, αλλά ψυχρό και αμείλικτο. Τον απομόνω- σε σε μια χειμωνιάτικη φυλακή. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν μπορούσε να ξεφύγει. Δεν είχε πού να πάει. Σε δύο εβδομάδες θα ήταν νεκρός. Αυτός που είχε ακόμη τόσο πολλά να κάνει. Κοίταξε τη Μίνα, πήγε να πει κάτι, αλλά σιώπησε. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για αυτές; Ήταν καλός πατέ- ρας για τη Νάταλι; Θα τους έλειπε; Τι θα έλεγαν στη δουλειά; Το πουλόβερ της Νάταλι εξέπεμπε κόκκινες και πράσινες ενθαρρυντικές λάμψεις. Πραγματικά δεν ήθελε να πεθάνει. Η κάρτα έπεσε από το χέρι του στο πάτωμα. Δεν τη σήκωσε. Αναστέναξε βαθιά και έφερε το χέρι στο πρόσωπο. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν καλά. Πολύ καλά. Όπως είχε μόλις πει όμως στη Μίνα: Σύντομα όλα θα τελείωναν. Σε δεκατέσσερις μέρες, μία ώρα και δώδεκα λεπτά. Αν και μάλλον τα λεπτά είχαν πια γίνει δέκα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=