Η ξηρασία (pocket)

[ 32 ] Ο Φαλκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μοναχοπαίδι» είπε η Γκρέτσεν. «Οι γονείς της πέθαναν όταν εκείνη ήταν έφηβη. Μετακόμισε εδώ για να ζήσει με τη θεία της, η οποία πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Νομίζω ότι η Κάρεν είχε γίνει κι αυτή μία Χάντλερ, από κάθε άποψη». «Ήσασταν φίλες;» «Όχι. Εγώ…» Κάποιος στην μπαλκονόπορτα χτύπησε ένα πιρούνι σ’ ένα πο­ τήρι του κρασιού. Οι άνθρωποι σιώπησαν σταδιακά και στράφηκαν εκεί όπου ο Τζέρι και η Μπαρμπ στέκονταν χέρι με χέρι. Έμοιαζαν πολύ μόνοι, περιτριγυρισμένοι απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους. Τώρα ήταν μόνο οι δυο τους, συνειδητοποίησε ο Φαλκ. Είχαν κάποτε και μια κόρη, γιαμίαμέρα. Πέθανε μετά τη γέννησή της, όταν ο Λιουκ ήταν τριών ετών. Αν είχαν προσπαθήσει να κάνουν άλλα παιδιά, δεν τα είχαν καταφέρει. Έτσι είχαν διοχετεύσει όλη τους την ενέργεια στον γεροδεμένο γιο που τους είχε μείνει. ΗΜπαρμπ καθάρισε τον λαιμό της και τα μάτια της διέτρεξαν το πλήθος. «Θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε όλους που ήρθατε. Ο Λιουκ ήταν καλός άνθρωπος». Είπε πολύ βιαστικά και πολύ δυνατά αυτά τα λόγια, μετά έκλεισε σφιχτά τα χείλη σαν ναφοβόταν μην της ξεφύγουν κι άλλα. Ησιωπή απλώθηκε μέχρι σημείου αμηχανίας, και λίγο ακόμα. ΟΤζέρι κοιτού­ σε βουβά ένα κομμάτι γης μπροστά του. ΗΜπαρμπ άνοιξε τα χείλη της και πήρε μιαν ανάσα. «Και η Κάρεν και ο Μπίλι ήταν υπέροχα πλάσματα. Αυτό που συνέβη ήταν…» κατάπιε «…τόσο τρομερό. Αλλά ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα καταφέρετε να θυμάστε τον Λιουκ όπως του άξιζε. Όπως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=